Μελέτη Πανεπιστημίου Κρήτης: Έλλειψη βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη

Array

ΈΈγκυες γυναίκες με ανεπάρκεια βιταμίνης D έχουν αυξημένο κίνδυνο γέννησης παχύσαρκων παιδιών, αποδεικνύει η μελέτη του τομέα Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης (Διευθυντής Καθηγητής κ. Χρήστος Λιονής), που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Pediatric Obesity.
Η έρευνα, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Πανεπιστημίου, έδειξε ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη μπορεί να προγραμματίζει τα μωρά να εξελιχθούν σε παχύσαρκα παιδιά και ενήλικες. Η μελέτη έγινε στα πλαίσια της Μελέτης Μητέρας Παιδιού Κρήτης, Μελέτη ΡΕΑ, την πρώτη μελέτη κοορτής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 2007 και παρακολουθεί περίπου 1300 ζεύγη μητέρας-παιδιού από την κύηση έως και σήμερα. Επιστημονικά υπεύθυνη της μελέτης ήταν η Επίκουρη Καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Λήδα Χατζή και πρώτη συγγραφέας η Επιμελήτρια Α της Ενδοκρινολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου κ. Βασιλική Δαράκη.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D στις έγκυες γυναίκες έχει αυξηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όπως δήλωσε η κ. Δαράκη, στην παρούσα μελέτη περίπου 66% των εγκύων είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα για τον σχηματισμό των οργάνων του εμβρύου.
Όπως δήλωσε η κ. Χατζή δεν είναι σαφές γιατί υπάρχει τόσο υψηλό ποσοστό ανεπάρκειας βιταμίνης D σε μέρη με ηλιοφάνεια όπως η Κρήτη, αλλά ίσως οι άνθρωποι περνάνε πολλές ώρες σε εσωτερικούς χώρους μπροστά από οθόνες υπολογιστών ή σε γραφεία ή ίσως χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες αντηλιακών, που εμποδίζει την παραγωγή βιταμίνης D στο δέρμα.
Μελέτη Πανεπιστημίου Κρήτης: Έλλειψη βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη

Ολόκληρη η ανακοίνωση του τομέα Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης:

Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας εξετάστηκαν στοιχεία από 532 ζευγάρια μητέρας- παιδιού στο Ηράκλειο Κρήτης. Τα επίπεδα βιταμίνης D στη μητέρα μετρήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο κύησης, ενώ η κλινική εξέταση των παιδιών, όπου μετρήθηκαν το ύψος, το βάρος, η περιφέρεια μέσης και το ποσοστό λίπους πραγματοποιήθηκε στα 4 και στα 6 έτη ζωής.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι παιδιά 6 ετών των οποίων οι μητέρες είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο πρώτο τρίμηνο της κύησης είχαν περίπου ένα εκατοστό μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης και περισσότερο λίπος (2%) στο σώμα τους σε σχέση με συνομήλικα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν επαρκή επίπεδα βιταμίνης D νωρίς στην εγκυμοσύνη.

Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, αυτές οι αυξήσεις μπορεί να μην φαίνονται τόσο υψηλές, αλλά ακόμη και ένα εκατοστό αύξηση στην περιφέρεια μέσης για ένα παιδί είναι σημαντικό πρόβλημα, ειδικά εάν αυτό το περίσσευμα λίπους μεταφέρεται σε όλη του τη ζωή.

Τα επίπεδα βιταμίνης D σε ένα νεογέννητο εξαρτώνται κυρίως από αυτά της μητέρας του. Για το λόγο αυτό, τα νεογνά έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν ανεπάρκεια βιταμίνης D αν οι μητέρες τους έχουν ανεπάρκεια αυτής της βιταμίνης, κατά τη διάρκεια της κύησης.

Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των οστών και την αντιμετώπιση των λοιμώξεων, ενώ η ανεπάρκεια της έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, καρκίνου, σκλήρυνσης κατά πλάκας, και διαβήτη τύπου 1. Περίπου 95% της βιταμίνης D στο ανθρώπινο σώμα προέρχεται από τον ήλιο. Το υπόλοιπο 5% προέρχεται από αυγά, ψάρια, μουρουνέλαιο και εμπλουτισμένα τρόφιμα όπως γάλα, τυρί, γιαούρτι και δημητριακά.

Όπως δήλωσε η κ. Χατζή δεν είναι σαφές γιατί υπάρχει τόσο υψηλό ποσοστό ανεπάρκειας βιταμίνης D σε μέρη με εκσεσημασμένη ηλιοφάνεια όπως η Κρήτη, αλλά ίσως οι άνθρωποι περνάνε πολλές ώρες σε εσωτερικούς χώρους μπροστά από οθόνες υπολογιστών ή σε γραφεία ή ίσως χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες αντηλιακών, που εμποδίζει την παραγωγή βιταμίνης D στο δέρμα.

Ανεπάρκεια Βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη.

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D στις έγκυες γυναίκες έχει αυξηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όπως δήλωσε η κ. Δαράκη, στην παρούσα μελέτη περίπου 66% των εγκύων είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα για τον σχηματισμό των οργάνων του εμβρύου.

Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι η βιταμίνη D αναστέλλει την εξέλιξη των πρόδρομων μορφών λιποκυττάρων σε ώριμα λιποκύτταρα. Επίσης μελέτες σε ανθρώπινα λιποκύτταρα έχουν δείξει ότι η βιταμίνη D μπορεί να παρεμποδίσει την ωρίμανση των προ- λιποκυττάρων σε λιποκύτταρα.

Σύμφωνα με την κ. Δαράκη τα παιδιά από μητέρες με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D πιθανά να έχουν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος και αυξημένο ποσοστό λίπους, γιατί η ανεπάρκεια βιταμίνης D στη διάρκεια της κύησης οδηγεί στο σχηματισμό αυξημένου αριθμού λιποκυττάρων. Αντίθετα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της κύησης μπορούν να προστατέψουν τα παιδιά από την εμφάνιση παχυσαρκίας στο μέλλον. Ωστόσο χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να επιβεβαιωθούν τα ανωτέρω ευρήματά.

Καμία από τις μητέρες της μελέτης δεν λάμβαναν συμπληρώματα βιταμίνης D πριν την κύηση. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Έλληνες ιατροί συστήνουν λήψη συμπληρωμάτων ασβεστίου που περιέχουν και βιταμίνη D κατά τη διάρκεια της κύησης ιδιαίτερα σε γυναίκες με χαμηλά επίπεδα. Τα περισσότερα συμπληρώματα βιταμινών περιέχουν 400 διεθνείς μονάδες (IU) (10 micrograms) βιταμίνης D ανά ταμπλέτα.

Το Ινστιτούτο Ιατρικής των Εθνικών Ακαδημιών της Αμερικής (Institute of Medicine of The National Academies) συστήνει τη λήψη 600 IU (15 micrograms) βιταμίνης D ημερησίως σε γυναίκες 1-70 ετών ανεξαρτήτως αν είναι έγκυες ή όχι. Επίσης θέτει ως μέγιστο ανεκτό όριο τις 4,000 IU (100 micrograms) βιταμίνης D για γυναίκες 19 ετών και μεγαλύτερες, ενώ συστήνονται χαμηλότερα επίπεδα ανάλογα με την ηλικία.

Ωστόσο δεν υπάρχουν ακόμη σαφείς οδηγίες για την υποκατάσταση βιταμίνης D στην εγκυμοσύνη και σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα χρειάζονται τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες προτού γίνει σύσταση για αύξηση των ποσοτήτων βιταμίνης D που μπορούν να λάβουν οι έγκυες.

Επιστημονική ομάδα

Η Βασιλική Δαράκη από το Πανεπιστήμιο Κρήτης ήταν η πρώτη συγγραφέας της μελέτης. Η Λήδα Χατζή, από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Πανεπιστήμιο της Νοτιας Καλιφόρνιας είναι η επιστημονικά υπεύθυνη της μελέτης. Οι Θεανώ Ρουμελιωτάκη, Γεωργία Χαλκιαδάκη, Μαριάννα Κατρινάκη, Μαριάννα Καραχάλιου, Βασιλική Λεβεντάκου, Μαρίνα Βαφειάδη, Κατερίνα Σαρρή και Στάθης Παπαβασιλείου από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, η Μαρία Βασιλάκη από την Mayo Clinic και ο Μανώλης Κογεβίνας από το Institute of Global Health της Βαρκελώνης επίσης συνεισέφεραν στη μελέτη. Η συλλογή δεδομένων έγινε από τη μελέτη Μητέρας-Παιδιού Κρήτης, Μελέτη ΡΕΑ, η οποία χρηματοδοτήθηκε από Ευρωπαϊκά προγράμματα και το Υπουργείο Υγείας της Ελλάδος. Σύνδεσμος μελέτης: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/29377526

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος