H Λέσβος κατα την επιβολή της φασιστικής χούντας

50 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την κήρυξη της δικτατορίας της 21ης Απριλίου του 1967 και οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης της Λέσβου συγκέντρωσαν και παρουσιάζουν ένα εξαιρετικό αφιέρωμα με μαρτυρίες και ιστορικά ντοκουμέντα για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Λέσβο την περίοδο εκείνη.

50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ

ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΙ 21-4-1967

Οι ξενοκίνητοι δικτάτορες (τρόικα των συνταγματαρχών) είχαν βέβαια πολλές βάρβαρες και απάνθρωπες δουλειές να κάνουν στη Λέσβο από την πρώτη μέρα της συνωμοτικής αρπαγής της εξουσίας, αφού το Αριστερό και Δημοκρατικό Λαϊκό κίνημα ήταν ιδιαίτερα ανεβασμένο στη Λέσβο με τις αγωνιστικές παραδόσεις.

Μια ενδεικτική παράμετρος είναι ότι το κόμμα της Δεξιάς (ΕΡΕ) είχε έρθει τρίτο στο Νομό Λέσβου κατά τις τελευταίες εκλογές πριν τη δικτατορία (Φεβρουάριος 1964) εκλέγοντας μόνο ένα βουλευτή, ενώ η Ένωση Κέντρου εξέλεξε τρεις βουλευτές και η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) δυο βουλευτές.

Η επέλαση των οργάνων της Χούντας, που εξαναγκάζουν με τα όπλα τη (;) του κρατικού μηχανισμού, ξεκινά Παρασκευή, δυο μέρες πριν την Κυριακή των Βαΐων του 1967. Τις πρώτες δυο μέρες έγιναν στη Μυτιλήνη και στα χωριά συλλήψεις διακοσίων περίπου στελεχών της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη (όπου ήταν ενταγμένοι οι κομμουνιστές, αφού το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου από την εποχή του Εμφυλίου). Τα αστυνομικά και στρατιωτικά τζιπ πηγαινοέρχονταν αποσπώντας από τις οικογένειές τους βίαια και παράνομα ειρηνικούς αγωνιστές και στοιβάζοντάς τους αρχικά στην τότε Ασφάλεια (Τζέιμς Αριστάρχου 15, στο Κιόσκι). Στη συνέχεια τους μετέφεραν στην Παιδαγωγική Ακαδημία (παλαιό κτίριο), όπου διαμόρφωσαν στρατόπεδο κράτησης, ακριβώς στους ίδιους χώρους με τους Ναζί κατακτητές στα 1941-1944 (βλ. παράρτημα με ονόματα συλληφθέντων και μαρτυρίες των Σταύρου Σκοπελίτη, Μένιου Αδαμίδη, Βασίλη Παπλωματά και Χαράλαμπου Αναγνωστή, στο τέλος).

Από τους πρώτους συλλαμβάνουν τον πρώτο πολίτη της Λέσβου, τον λαοπρόβλητο και ιδιαίτερα αγαπητό Δήμαρχο Μυτιλήνης Απόστολο Αποστόλου (Δάσκαλο).  Για γραφειοκρατικούς λόγους έπρεπε κάποιος να υπογράφει ως Δήμαρχος (μέχρι να διορίσουν χουντικούς στους ΟΤΑ), γι’ αυτό καλούν τους εκλεγμένους με σειρά ψήφων στο γραφείο Δημάρχου, όπου γνωστοί ασφαλίτες της εποχής τούς δίνουν να υπογράψουν συγχαρητήριο τηλεγράφημα στην «Εθνοσωτήριον Επαναστατικήν Κυβέρνησιν», ως προϋπόθεση για να αναλάβουν Δήμαρχοι. Οι προσκαλούμενοι δεν υπογράφουν και άμεσα κλείνονται στο στρατόπεδο της Ακαδημίας. Φτάνει και η σειρά του Γιώργου του Σκαμπαβία, κουρέα και χιουμορίστα, ο οποίος έδειξε σα να έχει διάθεση συνεργασίας. Αφού κάθισε στο γραφείο Δημάρχου τους είπε: «Περιμένετε, βρε παιδιά, να σας κεράσω ένα καφέ, δήμαρχος είμαι…» Διάβασε τη δήλωση υποταγής στο νέο καθεστώς και τους είπε: «Άντε, ρε παιδιά, πάρτε με κι εμένα. Τουλάχιστον έγινα και για ένα τέταρτο Δήμαρχος Μυτιλήνης!». Σαν παλιά καραβάνα, προσπαθούσε να διακωμωδήσει την τραγική κατάσταση. Από τους πρώτους συνέλαβαν και τους δύο βουλευτές Λέσβου της ΕΔΑ, Θεόφραστο Παππά και Νίκο Γανίτη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μερόπης Φράγκου που σε ηλικία 6 χρονών της απέσπασαν και τους δύο γονείς της που τους εξόρισαν. (βλ. Παράρτημα στο τέλος με σχετική μαρτυρία της Μερόπης Φράγκου).

Τις πρώτες μέρες απαγορεύτηκε η κυκλοφορία εκτός οικιών από την «δύσιν του ηλίου» και πάλι ακριβώς όπως τις μέρες της  Κατοχής! Αρχίζουν αμέσως τα εμβατήρια στο ραδιόφωνο που κατέλαβαν οι πραξικοπηματίες, τα ανακοινωθέντα, τα «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν!» και στη συνέχεια εξαπλώνουν την τρομοκρατία, τη βαρβαρότητα και το χαφιεδισμό. Την Τρίτη 25/4/1967 η Στρατιωτική Διοίκηση Λέσβου προειδοποιεί με ανακοίνωσή της: «Πας όστις διαδίδει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμας δυναμένας να προκαλέσουν ανησυχίαν ή φόβον θα συλλαμβάνεται και θα παραπέμπεται εις το Στρατοδικείον…»

Από την πρώτη μέρα επιβλήθηκε σκληρή και απόλυτη ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ στις τοπικές εφημερίδες από λογοκριτές της Χούντας, ειδικούς στη δημοσιογραφία… και στη φιλολογία… Οι βολεμένοι έχοντες και κατέχοντες γίνονται κόλακες της χούντας των ξενοκίνητων φανφαρόνων,  προεξαρχόντων των μητροπολιτών. Δημόσια βουβαμάρα, αλλά συνθηματική μουρμούρα στα λαϊκά στέκια (παράρτημα στο τέλος με αφήγηση του δημοσιογράφου Γιώργου Σκούφου). Απολύθηκαν όλοι οι Δήμαρχοι και οι Κοινοτάρχες μαζί με τα δημοκρατικά εκλεγμένα μέλη των Συμβουλίων και διορίστηκαν παντού χουντικοί, αρκετοί από τους οποίους είχαν μειοψηφήσει στις τελευταίες δημοτικές εκλογές του 1964! Στις 4 Μαΐου ΔΙΑΛΥΟΝΤΑΙ στη Λέσβο με απόφαση του Γενικού Επιτελείου Στρατού 11 Σωματεία Οικοδόμων και Εργατών Γης !!! Διορίζονται χουντικοί στη Διοίκηση του Εργατικού Κέντρου.

Διορίστηκαν παντού χουντικοί εγκάθετοι, που άρχισαν τις εκκαθαρίσεις αριστερών και δημοκρατικών. Απολύθηκαν πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, μεταξύ αυτών ο Νότης Παναγιώτου, λαμπρός φιλόλογος, κατοπινός Δήμαρχος Μυτιλήνης. Απολύσεις και δυσμενείς μεταθέσεις αξιόλογων εκπαιδευτικών και καλοθελητές πρόθυμοι χαφιέδες (με το αζημίωτο) βρέθηκαν να «καρφώνουν» αντεθνικές πράξεις. Έτσι αρκετοί συντοπίτες μας παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο, όπως για παράδειγμα ο μουσικός Κώστας Πατλάκας (αξέχαστος λαϊκός φιλόσοφος) γιατί σε καφετέρια έπαιξε με την κιθάρα του τις νότες του… απαγορευμένου τραγουδιού «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», του Μίκη Θεοδωράκη. Ο εισαγγελέας που τον γνώριζε, σαν θαμώνας της καφετέριας «ΦΟΝΤΑΝΑ» της προκυμαίας Μυτιλήνης, ζήτησε αναστολή της ποινής, με άμεσο αποτέλεσμα να μετατεθεί ο ίδιος στον Έβρο!! (βλ. Παράρτημα στο τέλος με αφήγηση του στρατηγού Αριστείδη Κάγκου για την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στον Στρατό). Εκβιασμοί και απειλές σε επαγγελματίες να απολύσουν υπαλλήλους με αντιφασιστικά φρονήματα, βροχή οι μηνύσεις Αστυνομίας και Αγορανομίας εις βάρος επαγγελματιών με… φάκελο !! Προπαγάνδα στα σχολεία με έτοιμους λόγους που υποχρέωναν τους καθηγητές να βγάζουν,  ως «Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση» υπέρ της «Εθνοσωτηρίου» που δήθεν μας… έσωσε από τον… «κομμουνισμόν και την αναρχίαν…»

Η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα επανέρχεται στα σχολεία, αφού καταργείται ως αντεθνική η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των Ευάγγελου Παπανούτσου και Λουκή Ακρίτα με τη δημοτική μας γλώσσα. Τα σχολικά βιβλία σταμπάρονται με το «πουλί» της Χούντας και «διορθώνονται» με κατασκότεινο περιεχόμενο διαστρέβλωσης ιστορικών γεγονότων. (βλ. Παράρτημα στο τέλος με αφήγηση του Δημήτρη Μπουρνο). Απαγορεύεται η… ΑΚΡΟΑΣΗ τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, καθώς και ξένων ραδιοφωνικών σταθμών. Για παράδειγμα στις 26-9-1967 συλλαμβάνεται η Παναγιώτα Αδαλή, διότι «ηκροάτο την ελληνικήν εκπομπήν του Ραδιοφωνικού Σταθμού Σόφιας…» Στις 13-12-1967 έρχεται στη Μυτιλήνη ο Παττακός να… επιθεωρήσει τη… στερεότητα του…  γύψου και τα έργα των εγκάθετών του. Έχει βέβαια διοριστεί από τις 8-6-1967 δερβέναγας Νομάρχης ο περιώνυμος Δορκοφίκης, ο οποίος με σκαιότητα, απειλές, απολύσεις, μεταθέσεις, ευνοιοκρατία και εγκαθίδρυση ημετέρων, προσπαθεί να επιβάλει τη χουντική διοίκηση. Τραβολογούν (με εκβιασμούς στις οικογένειες) μικρά παιδιά στους «ΑΛΚΙΜΟΥΣ», για να τα διαπαιδαγωγήσουν κατά τα χιτλερικά και τετατροαυγουστιανά πρότυπα!

Ο Λέσβιος σκηνοθέτης Τζέιμς Πάρις χρηματοδοτείται αφειδώς, για να γυρίζει με συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων και εξοπλισμού χουντικές ταινίες, όπως «Τα σύνορα της προδοσίας», που προσφάτως ανέσυρε και το Κανάλι «Ε». Το πανέμορφο νησί μας χαρακτηρίζεται ακόμα και ως τόπος εκτόπισης, αφού εκτοπίζονται από τη Χούντα στο Πλωμάρι ο Ταξίαρχος Οπρόπουλος, ο Γεράσιμος Βασιλάτος και ο Γιώργος Κατσιφάρας (κεντρώοι). Την ίδια ώρα έχουν εκτοπισθεί στον Άη Στράτη οι  Αλευράς, Αγγελούσης και Μυλωνάς, βουλευτές του Κέντρου.

Αλλά ας γυρίσουμε  στους πολιτικούς κρατουμένους στο Στρατόπεδο Παιδαγωγικής Ακαδημίας Μυτιλήνης όπου έμειναν για 12 μέρες και πολλοί αρρώστησαν λόγω των άθλιων συνθηκών και την έλλειψη ειδών διαμονής, υγιεινής και διατροφής. Ο Βασίλης Παπλωματάς διηγείται: «Το Σάββατο της Ανάστασης ήρθε ο Δεσπότης και μας «ανέστησε». Τότε θυμάμαι ότι είχαμε πέσει πάνω του, με πρώτο το Δάσκαλο Αποστόλου, και τον παρακαλούσαμε να μεσολαβήσει να αφήσουν ελεύθερες 5-6 γυναίκες που ήταν μαζί μας. «Να κοιτάτε τη δουλειά σας» μας απάντησε αυτός.»!!

Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου Μυτιληνιές μητέρες επισκέφτηκαν τον Δέσποτα (αρχές 1974) και τον παρακάλεσαν να μεσολαβήσει για να μην βασανίζονται τα παιδιά τους (που είχαν συλληφθεί) στα κολαστήρια της Χούντας. Τις απέπεμψε με σκαιό τρόπο λέγοντας «Να μην τα αφήνατε να μπλέξουν…» Είχε ξεχάσει όσα ανθρώπινα και χριστιανικά είχε διδαχθεί το 1944 ως νεαρός πρωτοσύγκελος από το λαμπρό Ιεράρχη Διονύσιο, Μητροπολίτη Μηθύμνης και Πρόεδρο της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ κατά την απελευθέρωση!!

Τη Λαμπροτετάρτη 3 Μαΐου 1967, αργά το βράδυ, οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρονται στοιβαγμένοι με στρατιωτικά ρέο στο αρματαγωγό «ΑΞΙΟΣ» (που είχε αράξει στον προλιμένα μπροστά στο σημερινό Τελωνείο), όπου παστώνονται στα αμπάρια χωρίς τουαλέτες. Ζούσαν στην αγωνία για την τύχη τους, αφού δεν γνώριζαν αν τους οδηγούν σε εκτέλεση ή εξορία ή στρατοδικείο. Μέσω Χίου, όπου φορτώνονται κι άλλοι συλληφθέντες από Χίο και Σάμο, οδηγούνται με το αρματαγωγό «ΝΑΞΟΣ» στη Γυάρο, ενώ η τρικυμία τους εξουθενώνει με ναυτία. Για την «ανάγκη» τους έπρεπε να πάνε στο μισάνοιχτο καταπέλτη!!

Πετάχτηκαν στη Γυάρο σε απάνθρωπες συνθήκες 14000 πολιτικοί κρατούμενοι για να… ανανήψουν σφιγμένοι στο «γύψο» της Χούντας, που ήθελε να τους… αναμορφώσει!! Χωρίς στέγη, νερό, τροφές, γιατρούς, μόνο με πλήθος τρωκτικά και σκορπιούς! !

Στα μέσα του 1967 άνοιξαν στρατόπεδα στη Λέρο (Παρθένι και Λακκί) όπου τους χώρισαν για να τους εκβιάζουν και να τους απειλούν «Σαράντα χρόνια βαστούν οι δικτατορίες του Φράνκο στην Ισπανία και του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία… Εδώ θα αφήσετε τα κόκαλά σας… Δεν θα ξαναδείτε τα παιδιά και τους δικούς σας…». Τις γυναίκες κρατούμενες τις μετέφεραν στις Φυλακές Αλικαρνασσού στην Κρήτη και τους νεολαίους στις Φυλακές Ωρωπού.

Οι κρατούμενοι μόνοι τους οργάνωσαν τη ζωή και την αντίστασή τους, αποκρούοντας την καταναγκαστική εργασία. Μετά  τη διεθνή κατακραυγή και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε ευρωπαϊκές χώρες και όπου υπήρχε ελληνισμός, οι Χουντικοί αναγκάστηκαν σταδιακά από τα μέσα του 1969 να απολύουν πολιτικούς κρατουμένους, και να τα κλείσουν τελικά τα στρατόπεδα στα τέλη του 1971, μετά από τεσσεράμισι χρόνια απάνθρωπου εγκλεισμού και εξόντωσης ανθρώπων. Ξανάνοιξαν το στρατόπεδο της Γυάρου μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου έως την πτώση της Χούντας.

Παρά τις απειλές, τους εκβιασμούς και τους εξευτελισμούς, μέσω των οικογενειών τους οι πολιτικοί κρατούμενοι ως Πρώτοι Αντιστασιακοί άνοιξαν το δρόμο που ακολούθησαν Αντιστασιακές Οργανώσεις που σταδιακά δυνάμωναν και πλήθαιναν.

Παράλληλα βέβαια επεκτείνονταν οι συλλήψεις, τα εγκληματικά βασανιστήρια, τα στρατοδικεία, οι δίκες, οι καταδίκες και οι φυλακίσεις, αλλά  ταυτόχρονα ανέβαινε και η λαϊκή αλληλεγγύη στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Σπουδαστές της Λέσβου, που οργανώνονται στις μεγάλες πόλεις, δημιουργούν μυστικές οργανώσεις και στη Λέσβο (κυρίως ενταγμένοι στην ΑΝΤΙΕΦΕΕ, στο ΠΑΜ ΝΕΩΝ, στη ΚΝΕ και σε άλλες Οργανώσεις). Πέφτουν αντιχουντικές προκηρύξεις τα Χριστούγεννα του 1968, το Πάσχα του 1969, τον Ιούνιο του 1973 σε Μυτιλήνη και Πλωμάρι, γράφονται συνθήματα στους τοίχους. Όταν επιστρέφουν οι απολυμένοι πολιτικοί κρατούμενοι ανασυγκροτούν τις αριστερές αντιστασιακές οργανώσεις με κάθε συνωμοτικό μέτρο, για να αποφύγουν νέες συλλήψεις, αφού παρακολουθούνται στενότατα. Αντιφασιστικά έντυπα κυκλοφορούν παράνομα. Το κλίμα αλλάζει σταδιακά, η τρομοκρατία περνά όλο και λιγότερο, η οικονομική κρίση δυναμώνει την κατακραυγή ιδιαίτερα μετά το 1972 και στο νησί μας.

Από τα λογοκριμένα κείμενα του αγιασώτικου καρναβαλιού ξεφεύγει ο αλαλούμ λόγος του Κώστα Βουλβούλη, που μιμούμενος τους λόγους του δικτάτορα, «μπουρδολογεί» (βλ. στο παράρτημα το σχετικό κείμενο).

Στην αισθητική των χουντικών δεν ταιριάζουν τα πανέμορφα καφενεδάκια στα Τσαμάκια που  τα γκρεμίζει (με τη συνενοχή του διορισμένου χουντικού Δημοτικού Συμβουλίου) ο ΕΟΤ του Μπαλόπουλου, γνωστός από το σκάνδαλο για τα σάπια κρέατα που διοχέτευε στο Στρατό και την αγορά.

Μετά την εγκληματική χουντική προδοσία στην Κύπρο, τον Ιούλη του 1974 τα αμερικανονατοϊκά αφεντικά αποσύρουν την Χούντα τους, επαναφέροντας τον ελεγχόμενο Κοινοβουλευτισμό, ώστε να αποτρέψουν τις εξεγέρσεις της Νεολαίας και των εργαζομένων, που ιδιαίτερα από το 1973 είχαν θεριέψει.

Την πλήρη λογοκρισία, τη μεταχουντική έλλειψη διάθεσης για ριζική αποχουντοποίηση τα χρόνια που πέρασαν και τα οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο Λαός μας εκμεταλλεύονται νεοναζιστές και ακροδεξιοί παράγοντες, προσπαθώντας να εξωραΐσουν την άθλια χουντική επταετία 1967-1974 με παραπλανητικά μυθεύματα.

Σε διατεταγμένη υπηρεσία της CIA, ξένων και ντόπιων συμφερόντων που ρήμαξαν την οικονομία της χώρας, χωρίς δημοσιότητα βέβαια, υπηρέτησαν τους προστάτες τους για να ματαιώσουν  τις εκλογές του Μαΐου 1967, που θα αναδείκνυαν δημοκρατική προοδευτική πλειοψηφία στη Βουλή, για να καλύψουν το ΝΑΤΟ στους επιθετικούς πολέμους στη Μέση Ανατολή και να ξεπουλήσουν την Κύπρο.

Ούτε «πατριώτες» ούτε «αγνοί» ούτε «τίμιοι» οι εγκάθετοι, που το πρώτο τους νομοθέτημα ήταν ο διπλασιασμός απολαβών, πρωθυπουργού, υπουργών και αξιωματούχων για να ευλογήσουν τις… τσέπες τους. Οικογενειοκρατία, ξεπούλημα σε ξένα συμφέροντα, διαφθορά κρυμμένη στην ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ! !

(Σε παραρτήματα παρουσιάζουμε ντοκουμέντα από βιβλία με ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ και ΟΝΟΜΑΤΑ, όπως αυτό του Διονύση Ελευθεράτου «Λαμόγια στο χακί».)

Καμιά λύση κανενός προβλήματος των εργαζομένων, της νεολαίας, των ανέργων, των ηλικιωμένων δεν επιφέρει ο νεοφασισμός, απροκάλυπτος ή καλυμμένος δήθεν σαν το Λεπενισμό κλπ. Μόνο βαρβαρότητα, απανθρωπιά και εξυπηρέτηση σκοτεινών συμφερόντων που τον υποθάλπουν.

* Όσα αναφέρονται στο παραπάνω κείμενο και στα παραρτήματα  συγκεντρώθηκαν από προσωπικές μαρτυρίες και αφηγήσεις δημοσιεύματα των τοπικών εφημερίδων  Νέα Πορεία (αφιέρωμα 19/4/1994 που επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Λενέτης),  Νέο Εμπρός και Εμπρός.

H Λέσβος κατα την επιβολή της φασιστικής χούντας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕΡΟΠΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥ

(ΔΜ: Δημήτρης Μπουρνούς, ΜΦ: Μεροπούλα Φράγκου)

ΔΜ: Σήμερα, Τετάρτη 4 Απριλίου 2017, βρισκόμαστε εδώ στη φιλόξενη αίθουσα της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων, για να καταγράψουμε τη μαρτυρία της Μερόπης Φράγκου. Όλη αυτή η προσπάθεια γίνεται για να φωτιστούν ξεχασμένες μνήμες με αφορμή που φέτος κλείνουν πενήντα χρόνια από την κήρυξη της φασιστικής δικτατορίας την 21η Απριλίου του 1967. Παρόλο που γνωριστήκαμε καλά με τη Μερόπη κατά την κοινή μας θητεία σαν δημοτικοί σύμβουλοι την τετραετία 1987-1990, εκλεγμένοι με ευρύτατο συνδυασμό της Αριστεράς και Δήμαρχο το Στρατή Πάλλη, παρόλο που γνωρίζαμε τους γονείς της, το Χρίστο και τη Μαρίτσα, σαν αγωνιστές της Αριστεράς, δεν ήταν γνωστά τα τραγικά γεγονότα που έζησαν την πρώτη μέρα, και τις επόμενες βέβαια, που ακολούθησαν την κήρυξη της φασιστικής δικτατορίας. Ίσως από σεμνότητα δικιά τους, ίσως από απέχθεια για την απάνθρωπη βία της ξενόδουλης χούντας, δεν τα έλεγαν, δεν τα γνωστοποιούσαν. Τα ήξεραν μόνο πολύ στενοί φίλοι και συγγενείς. Πριν από οχτώ περίπου χρόνια, διαβάζοντας αναμνήσεις του Παναγιώτη Βόλια, τότε Γραμματέα της Ν.Ε. Λέσβου της ΕΔΑ, γραπτές μαρτυρίες για τη σύλληψή του την 21η Απριλίου 1967, με έκπληξη στάθηκα στην παρακάτω αφήγηση: «Όταν με πήγαν στο Τμήμα Ασφαλείας στο Κιόσκι, έξω στεκόταν η Μεροπούλα Φράγκου. Ήταν ακόμα τότες μικρό παιδί, έξι περίπου χρονών, και έκλαιγε λέγοντας «Θέλω τη μαμά μου και το μπαμπά μου». Τους είχαν συλλάβει και τους δυο και βρισκόταν μέσα στο κρατητήριο. Στο σπίτι τους δεν υπήρχε άλλος προστάτης που να φροντίσει το κοριτσάκι. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο για το κρατητήριο και μόλις με είδε μου λέει με παραπονιάρικο ύφος «Θείε Παναγιώτη, πάρε με κι εμένα μαζί σου. Είναι μέσα και η μαμά και ο μπαμπάς. Θέλω να ’μαι κοντά τους.» – «Ησύχασε, κοριτσάκι μου, μην κλαις. Θα έρθουν σύντομα οι γονείς σου.» «Προχώρα εσύ, μη μιλάς!», μου λέει ο σκοπός της πύλης του Τμήματος Ασφαλείας». Έτσι το θυμάται αυτός ο ξεχωριστός παλιός κομουνιστής και τόσο ανθρώπινα το περιγράφει. Λοιπόν, Μερόπη, μια και πήρες την απόφαση μετά από τόσα πολλά χρόνια, πες μας όλα όσα έζησες εκείνη την ημέρα, αλλά και μετά, που οι γονείς σου εξορίστηκαν σαν πολιτικοί κρατούμενοι μεταξύ των περίπου 15000 συλληφθέντων απ’ όλη την Ελλάδα τις πρώτες μέρες της διχτατορίας. Αν θες, ξεκίνα από την αρχή, από την πρώτη στιγμή και στη συνέχεια πες μας τα, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα.

ΜΦ: Λοιπόν, την 21η Απριλίου 1967 ήταν η μοναδική μέρα που οι γονείς μου δεν άκουσαν το πρωί ειδήσεις. Ίσως γιατί προφανώς καταλάβαιναν ότι τα πράγματα ήταν περίεργα. Τον τελευταίο καιρό, προτού ξεκινήσουμε το πρωί για τις δουλειές μας, εγώ για το σχολείο κι εκείνοι για τις δουλειές τους, άκουγαν καθημερινά τις ειδήσεις τις πρωινές, για να ενημερωθούν και να δουν τι γίνεται. Η 21η Απριλίου ήταν μια μέρα που φύγαμε έτσι βιαστικά και δεν είχε πάρει κανείς είδηση του τι γινόταν. Αυτοί λοιπόν πήγαν στη δουλειά τους κανονικά κι εγώ στο σχολείο και το μεσημέρι γυρίσαμε. Με πήρε η μαμά μου από το σχολείο και ανεβήκαμε στο Συνοικισμό όπου ήταν το πατρικό του μπαμπά μου κι όπου πάντα τα μεσημέρια πηγαίναμε εκεί, γιατί το απόγευμα ξαναγυρνούσαν στις δουλειές τους και ήταν δύσκολο να ανεβούν στο σπίτι μας στο Χάλικα. Αφού φάγαμε, εγώ σαν παιδάκι βγήκα έξω να παίξω στην αυλή. Ο μπαμπάς μου είχε εκεί το λευκοσιδηρουργείο του. Και έρχονται δυο κύριοι ή τρεις, δεν θυμάμαι ακριβώς, με πολιτικά κι ενώ έπαιζα με ρωτάνε πού είναι το σπίτι του κυρίου Φράγκου. Εγώ νόμιζα ότι ήταν πελάτες και ότι κάτι ήθελαν για δουλειά. Λέω «Μισό λεφτό να τον φωνάξω». Φωνάζω τον μπαμπά μου, βγαίνει ο μπαμπάς… Ο μπαμπάς μόλις τους είδε κατάλαβε, γιατί είδα ότι άλλαξε η έκφρασή του. Και του λένε «Κύριε Φράγκου, ακολουθήστε με.» Εκείνη την ώρα βγαίνει και η μαμά μου, για να δει τι γίνεται. Και της λένε κι εκείνης «Κυρία μου, ελάτε κι εσείς μαζί μας». Η μαμά μου λέει «Θα πάρω και το παιδί, δεν έχω πού να τ’ αφήσω.» Με παίρνει για να φύγουμε. Την ώρα που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε βγαίνει μια γειτόνισσα, που ήταν ξαδέρφη του μπαμπά μου, η θεία Μαρία Σουβατζή και λέει «αφήστε το παιδί σε μένα.» Η μαμά μου όμως με πήρε μαζί. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο της Αστυνομίας και πάνε στο Κιόσκι. Εκεί μ’ αφήνουν απέξω και μπαίνουν και οι δύο μέσα. Εγώ βέβαια τα είχα χαμένα, σαν παιδάκι, και άρχισα να κλαίω. Μπαίνανε διάφοροι γνωστοί και φίλοι κατά καιρούς, όλο και κάποιος ερχόταν, όπως και ο κύριος Βόλιας, που με βρήκε εκεί να κλαίω και του είπα ότι θέλω τη μαμά μου και τον μπαμπά μου. Δεν τους είδα εκείνη τη μέρα ξανά. Απ’ ό,τι κατάλαβα, η μαμά μου ήθελε να με πάρει μαζί της, γιατί δεν υπήρχαν γιαγιάδες και παππούδες. Όμως βγαίνει κάποια στιγμή ο οδηγός και ο συνοδός, που είχαν έρθει τότε και με συλλάβανε, και με παίρνουν ξανά με το αυτοκίνητο με σκοπό να με πάνε στο Ορφανοτροφείο.

ΔΜ: Τέτοια εντολή είχαν από την Ασφάλεια ;

ΜΦ: Τέτοια εντολή είχαν. Τώρα προφορική, γραπτή; Προφορική, υποθέτω. Κατεβαίνοντας λοιπόν απ’ το Κιόσκι και στο ύψος του παλιού «Φωτίου», αντί να πάρουμε το δρόμο για να πάμε προς το Χάλικα, στο Νοσοκομείο, που ήταν το Ορφανοτροφείο Θηλέων, λέει ο οδηγός στο συνοδηγό δίπλα «εγώ το παιδί δεν θα το πάω στο Ορφανοτροφείο, θα το πάω σ’ αυτή την κυρία που είπε να το πάμε». Και στρίβει από τη Μητρόπολη, φτάνει ξανά στο Συνοικισμό και με παραδίδει στα χέρια της ξαδέρφης του μπαμπά μου, που ήταν γειτόνισσα. Και μένω εκεί για λίγο καιρό. Μετά από λίγο καιρό πήγα σε άλλη μια γειτόνισσα, πιο δίπλα, η οποία με κράτησε μερικές μέρες. Παράλληλα έπρεπε να πηγαίνω σχολειό, γιατί τότε ήμουν Πρώτη Δημοτικού. Για λίγο καιρό μετά με πήρε το αφεντικό της μαμάς, ο κύριος Χωριανόπουλος, όπου έμεινα κι εκεί πάλι μερικές μέρες, και μετά με πήρε πια μια γειτόνισσά μας στο Χάλικα, η κ. Ανθίππη Βουρλή, που έμενε απέναντι απ’ το σπίτι μας. Έμεινα εκεί μέχρι που τέλειωσα την Πρώτη Δημοτικού και το καλοκαίρι πια του 1967 με πήρε η νονά μου και την επόμενη χρονιά κιόλας έφυγα απ’ το Δημοτικό που πήγαινα εδώ στην πόλη και πήγα στο Σχολείο του Χάλικα.

ΔΜ: Μετά τη σύλληψή τους και την κράτησή τους στην Ασφάλεια, τους γονείς σου τους πήγαν στην Ακαδημία. Στις δώδεκα μέρες που έμειναν εκεί, μπόρεσες να κάνεις κάποιο επισκεπτήριο;

ΜΦ: Επισκεπτήριο έκανα στην Ακαδημία, αλλά μόνο στη μαμά μου. Τον πατέρα μου δεν τον είδα ξανά, δεν μου επιτράπηκε ποτέ να τον επισκεφτώ, να τον δω, παρά μόνο όταν πια απολύθηκε. Δηλαδή από τότε που τον συλλάβανε και για τρία χρόνια μέχρι που απολύθηκε, τον πατέρα μου δεν τον ξαναείδα. Τη μαμά μου πήγαινα και την έβλεπα.  Επισκεπτήριο με πολλές προσβολές, πολλές βρισιές, του επιπέδου «Πείτε σ’ αυτή τη σκύλα να ’ρθει να δει το παιδί της», που εμένα βέβαια σαν παιδί όλα αυτά με πλήγωναν, έξι χρονών παιδί, διότι δεν είναι εύκολο να ακούς κάποιον να αποκαλεί τη μαμά σου σκύλα… Και μετά τους πήραν και τους πήγαν και τους δύο στη Γυάρο.

ΔΜ: Από το καλοκαίρι του 1967 τους πήγαν σε άλλα στρατόπεδα.

ΜΦ: Ναι. Μετά ο μπαμπάς μου πήγε στο Λακκί της Λέρου και η μαμά μου πήγε στις φυλακές Αλικαρνασσού στην Κρήτη. Και από κει κιόλας απολύθηκε.

ΔΜ: Το γεγονός της σύλληψης και της εκτόπισης των γονιών σου πώς το δέχτηκε ο κοινωνικός περίγυρος; Πώς το σχολίαζαν στη γειτονιά, στο σχολειό, τι έλεγαν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες;

ΜΦ: Υπήρχαν πολλών ειδών προσεγγίσεις. Υπήρχε η προσέγγιση των στενών ανθρώπων, αυτών δηλαδή που με πρόσεχαν, αλλά και της νονάς μου και του νονού μου αργότερα, οι οποίοι με στήριξαν και μου έδωσαν όλη την αγάπη που έπρεπε και που είχα ανάγκη σαν παιδί. Αλλά υπήρχαν και καλοθελητές, οι οποίοι προσπαθούσαν να πουν ότι οι γονείς μου δεν μ’ αγαπάνε και γι’ αυτό δεν έρχονται, δεν κάνουν δήλωση για να ’ρθουν.

ΔΜ: Σου έλεγαν δηλαδή ότι οι γονείς σου έχουν πάνω απ’ όλα την αντίσταση στην Χούντα και την ιδεολογία τους.

ΜΦ: Η αρχή ήταν δύσκολη. Περίμενα ότι θα τους άφηναν γρήγορα. Έτσι κάθε μέρα μόλις σχολούσα από το σχολείο, πήγαινα στο πατρικό μου και χτυπούσα την πόρτα ελπίζοντας ότι θα έχουν γυρίσει και θα μου ανοίξουν, ή πήγαινα στο μαγαζί του κ. Χωριανόπουλου και μύριζα ένα ξεχασμένο σακάκι της μαμάς μου γιατί «μύριζε μαμά». Στο τέλος του ’67, όταν είχαν αρχίσει να γίνονται οι πρώτες απολύσεις, κάθε φορά που διαβάζαμε στην εφημερίδα ότι απολύεται κόσμος απ’ τη Μυτιλήνη γενικώς, εμείς τρέχαμε με τη νονά μου και το νονό μου στο καράβι και περιμέναμε να δούμε ποιοι θα κατεβούν. Βέβαια, ανάμεσα σ’ αυτούς που κατεβαίνανε ποτές δεν ήταν ούτε η μαμά μου ούτε ο μπαμπάς μου, κάτι που εμένα αυτό το διάστημα με κλόνισε. Εκεί ήταν και η συμβολή των νονών μου, οι οποίοι μου δώσανε να καταλάβω ότι οι γονείς μου μ’ αγαπάνε πάρα πολύ και ότι δεν υπήρχε θέμα ότι δεν μ’ αγαπάνε, αλλά ότι δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό το βήμα, να προδώσουν

ΔΜ: Τις ιδέες τους, το λαϊκό κίνημα και ότι στο κάτω-κάτω αγωνίζονται και για το μέλλον το δικό σου.

ΜΦ: Ακριβώς. Και αυτό εγώ το εμπέδωσα πλέον και όταν κάποιος μου ’λεγε ότι δεν μ’ αγαπάνε οι γονείς  μου και γι’ αυτό δεν κάνουν δήλωση, τους απαντούσα ότι, για να μην κάνουν η μαμά μου και ο μπαμπάς μου δήλωση, σημαίνει ότι είναι κάτι κακό και γι’ αυτό δεν το κάνουν.

ΔΜ: Τι σου άφησε τώρα όλη αυτή η περιπέτεια; Ήσουν έξι χρονών παιδί, πόσα πράματα χρειάστηκε να κάνεις αυτά τα δυόμισι χρόνια που η μαμά σου έμεινε εξορία;

ΜΦ: Δυόμισι χρόνια. Απολύθηκε το ’69 τον Οκτώβρη και ο μπαμπάς μου έμεινε τρία και κάτι, απολύθηκε το ’70, την άνοιξη του ’70, Απρίλη – Μάη του ’70.

ΔΜ: Χρειάστηκε αυτά τα τρία χρόνια από έξι ετών, να αναλάβεις υποχρεώσεις και να γευτείς αισθήματα και συναισθήματα πολύ μεγαλύτερων ;

ΜΦ: Χρειάστηκε να διαχειριστώ πολλά πράγματα, τα οποία ένα παιδί έξι χρονών είναι δύσκολο να τα διαχειριστεί. Θα μπορούσε να μου είχε κάνει κακό στην ψυχολογία  μου.

ΔΜ: Να σου αφήσει πολλά τραύματα.

ΜΦ: Να μου αφήσει πολλά τραύματα. Δεν μου άφησε. Και το οφείλω, το ξαναλέω, σε όλους αυτούς που με φρόντισαν αυτά τα χρόνια συγγενείς και μη και κυρίως στους νονούς μου. Στην Αδαμαντία και στον Κώστα Φασά. Γιατί με περιέβαλαν με πάρα πολύ αγάπη. Ήμουν μέλος της οικογένειάς τους. Ακόμα κι όταν ήρθε το δικό τους παιδί το ’68, συνέχισα να είμαι παιδί τους, δεν κατάλαβα ποτέ να με ξεχωρίζουν, φρόντιζαν πάντα να έχω επαφή με τους γονείς μου με αλληλογραφία συχνή, ώστε να μην αισθανθώ παραμελημένη από κείνους. Το ίδιο βέβαια κάνανε και οι δικοί μου, οι οποίοι συνέχεια θέλανε να τους λέω τους βαθμούς μου στο σχολειό, μου στέλνανε πράγματα, η μαμά μου έπλεκε, γιατί δεν υπήρχαν και οι οικονομικοί πόροι, πουλούσε αυτά που έπλεκε σε συγκρατούμενές της για δώρα κτλ, έστελνε και σε μένα, έστελνε κι ένα χαρτζιλίκι στον πατέρα μου στην εξορία στη Λέρο, γιατί δεν μπορούσε κάποιος άλλος να του στείλει, δεν υπήρχε κάποιος άλλος. Βλέπετε η μοναδική αδερφή του μπαμπά μου (αν και παπαδιά) επέλεξε σε αυτές τις δύσκολες στιγμές να αποστασιοποιηθεί και από εκείνον και από εμένα. Με ωρίμασε όλο αυτό το πράμα πολύ πιο γρήγορα. Ενδεικτικό είναι ότι στην εφηβεία μου συγγενείς και φίλοι με κορόιδευαν και με φώναζαν «γριά σοφή», διότι ήμουνα πιο ώριμη από τ’ άλλα παιδιά!

ΔΜ: Μέσα σ’ αυτή την απάνθρωπη φασιστική βαρβαρότητα των πραξικοπηματιών και των ασφαλιτών βρίσκεται ένας άνθρωπος, ένας οδηγός, που ευτυχώς ίσως δεν είχε γραπτή εντολή, παίρνει προφορική εντολή να σε πάει στο Ορφανοτροφείο κι εκείνος λέει «Ε όχι, αυτό το παιδί δεν θα το πάω εκεί, θα το πάω στη γειτόνισσα.» Τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σου αυτή η ενέργεια, αυτό το λουλουδάκι μέσα στο βράχο;

ΜΦ: Το λουλουδάκι σ’ αυτό το βράχο ήταν καθοριστικό, γιατί αλλιώς θα ήταν, άλλος άνθρωπος θα ήμουνα, αν πήγαινα στο Ορφανοτροφείο. Κι αυτός ο άνθρωπος δηλαδή όποιος είναι, δεν ξέρω ούτε όνομα ούτε αν ζει, αλλά, αν ζει, καλή του ώρα που λένε. Ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει κάποιος μέσα σ’ αυτό το δράμα.

ΔΜ: Γιατί βέβαια ο σύντροφος ο Βόλιας δεν μπορούσε να σε πάρει μαζί του, αφού και αυτόν τον πήγαιναν μέσα. Πού να σε πάρει να σε πάει;

ΜΦ: Τους πήγαν όλους, τους μάζεψαν όλους μαζί. Υπήρχε μια φοβερή αλληλεγγύη όμως κι απ’ όλους τους συντρόφους των γονιών μου που βγαίνανε κάθε φορά και που πάντα ο καθένας που έβγαινε ζητούσε να με δει, μου ’φερνε νέα τους, ήταν δηλαδή μια πολύ δεμένη ομάδα. Ο καθένας από κείνους, μόλις γύριζε, η πρώτη του δουλειά ήταν, μέσα σ’ όλα που είχε να δει την οικογένειά του, να δει κι εμένα.

ΔΜ: Ο μπαμπάς σου είχε λευκοσιδηρουργείο στο Συνοικισμό. Η μαμά σου πού δούλευε;

ΜΦ: Η μαμά μου δούλευε στου Χωριανόπουλου, που έφτιαχνε ορθοπεδικές ζώνες στον Άγιο Συμεών.

ΔΜ: Λείπει λοιπόν δυόμισι χρόνια και όταν γυρίζει η μητέρα σου, τι ανακαλύπτει ότι έκανε ο Χωριανόπουλος;

ΜΦ: Ο Χωριανόπουλος τής κρατούσε τη θέση. Δεν πήρε άλλον υπάλληλο αυτά τα δυόμισι χρόνια. Κι αυτό ήταν σωτήριο, διότι οικονομικά η οικογένεια ήταν κατεστραμμένη. Ήταν σωτήριο λοιπόν το ότι βγαίνοντας η μαμά μου απ’ τη δουλειά, απ’ την εξορία, είχε μια δουλειά να την περιμένει.

ΔΜ: Κι αυτό έγινε μέσα σ’ ένα κλίμα αφόρητων πιέσεων προς ιδιώτες να απολύσουν κάθε Αριστερό ή αντιφασίστα-αντιχουντικό εργαζόμενο. Δεν ήταν μόνο στο Δημόσιο που κάνανε απολύσεις, αλλά απειλούσαν και τους εργοδότες και τους μικροκαταστηματάρχες να απολύουν κάθε μη αρεστό άτομο. Εν πάση περιπτώσει… Τι μας έχεις εδώ; Κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Κάποιες μνήμες εδώ. Για πες μας, περιέγραψέ τα λίγο.

ΜΦ: Στην αρχή ένα γράμμα. Το ’68 ανακοινώνεται στις ειδήσεις ότι απολύεται κάποιος Χρίστος Φράγκος. Παίρνω λοιπόν τη νονά μου και πάμε στο καράβι. Αλλά στο καράβι δεν ήταν ο μπαμπάς μου ο Χρίστος Φράγκος.

ΔΜ:  Ίσως ήταν συνωνυμία.

ΜΦ: Ήταν συνωνυμία. Ήταν κάποιος Χρίστος Φράγκος, δάσκαλος, ο οποίος ήταν απ’ τη Στύψη νομίζω.

ΔΜ: Μάλιστα.

ΜΦ: Και μετά απ’ αυτό έγραψα ένα γράμμα, στις 14/11/1968, στη μαμά μου, στο οποίο της λέω ότι, όταν πια διαπίστωσα ότι δεν ήταν ο μπαμπάς μου, έκανα ένα γράμμα προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης

ΔΜ: Ένα διάβημα.

ΜΦ: Ένα διάβημα προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και της γράφω τι έγραψα.

ΔΜ: Μπορείς να το διαβάσεις;

ΜΦ: Θέλετε να σας το διαβάσω;

ΔΜ: Δεν ξέρω, αν μπορείς και αντέχεις, διάβασέ το.

ΜΦ: «14-11-1968. Σεβαστή μου μαμά. Είμαι καλά και εύχομαι το ίδιο και για σένα. Χθες πήρα το γράμμα σου και χάρηκα που είσαι καλά. Διάβασα τα νέα σου και σου απαντώ. Φαντάζομαι να πήρες τα γράμματά μου που σου έγραφα ότι περίμενα τον μπαμπά μου. Δεν πειράζει όμως, αφού είστε καλά, θα κάνω υπομονή. Στο σχολείο μου πηγαίνω καλά. Σήμερα άρχισα καινούργιο τετράδιο αντιγραφής και το άριστα με βαθμό δέκα. Το παλιό θα σου το στείλω μέσα στο δέμα. Τον ίδιο βαθμό πήρα και στην ορθογραφία. Τον Παναγιώτου τον είδαμε και μας έφερε χαιρετίσματα από τον μπαμπά μου. Σε αφήνω τώρα για να σου γράψει περισσότερα νέα η νονά μου. Εσωκλείω αντίγραφο του γράμματος που στέλνω στο Υπουργείο. Ίσως ανταμώσουμε γρήγορα. Σε φιλώ. Η κόρη σου Μερόπη».

«Προς το Υπουργείον Δημοσίας Τάξεως – Αθήνας

Κύριε Υπουργέ,

Δεν ξέρω αν κάνω καλά που παίρνω το θάρρος να σας γράψω και να σας ζητήσω μία χάρη. Είμαι ένα κοριτσάκι οκτώ χρονών και κοντεύουν τώρα δύο χρόνια που βρίσκομαι μοναχή, γιατί ο μπαμπάς μου βρίσκεται στην εξορία στη Λέρο και η μαμά μου στις Φυλακές Αλικαρνασσού. Κάθε μέρα διαβάζω στις εφημερίδες πολλά ονόματα εκείνων που απολύονται. Τελευταία διάβασα και το όνομα του μπαμπά μου (Χρήστος Φράγκος) και με μεγάλη λαχτάρα τον περίμενα να ’ρθει, αλλά έμαθα ότι ήταν άλλος με το ίδιο όνομα. Καταλαβαίνετε πόση είναι η λύπη μου. Όπως σας γράφω, είμαι μικρή και δεν έχω κανέναν να με προστατεύσει. Ούτε γιαγιά ούτε θείους. Όλον αυτόν τον καιρό μένω στη νονά μου. Σας παρακαλώ λοιπόν να με ακούστε και να με λυπηθείτε και αν δεν γίνεται και τους δυο τους, τουλάχιστον να αφήσετε τον έναν να έλθει κοντά μου. Ξέρω ότι μόνον εσείς μπορείτε να κάνετε αυτό, γι’ αυτό σας γράφω. Σας ευχαριστώ και θα σας ευγνωμονώ. Μερόπη Χ. Φράγκου».

ΔΜ: Δε θα τον ευγνωμονείς, γιατί δεν συγκινήθηκε ο κύριος Υπουργός Δημόσιας Τάξης.

ΜΦ: Δεν συγκινήθηκε ο κύριος Υπουργός. Η μαμά μου απολύθηκε μετά από ένα χρόνο περίπου μετά απ’ αυτό και ο μπαμπάς μου μετά από δύο, οπότε…

ΔΜ: Εδώ τι μας έχεις;

ΜΦ: Εδώ σας έχω φέρει μερικές φωτογραφίες που έστειλα. Η μία είναι στις 15/8/67, που την έστειλα στους γονείς μου, για να με θυμούνται. Η άλλη είναι την Πρωτομαγιά του ’68, που τη στέλνω στη μαμά μου και η μαμά μου τη στέλνει με τη σειρά της στον πατέρα μου, με δύο αφιερώσεις πίσω. Και εδώ είναι μία φωτογραφία πια όταν έχει απολυθεί η μαμά μου στο σπίτι στην αυλή μας. Και εδώ είμαι μεγαλύτερη, όταν πια έχουν απολυθεί και οι δύο.

ΔΜ: Να επισημάνουμε ότι και στο γράμμα υπάρχει βέβαια η έγκριση της λογοκρισίας, γιατί όλα τα γράμματα περνούσαν από λογοκρισία, κυρίως των κρατουμένων. Έτσι;

ΜΦ: Και μετά από κάποια στιγμή πια δεν γράφαμε σε γράμματα, γράφαμε σε κάρτες.

ΔΜ: Τυποποιημένες κάρτες.

ΜΦ: Σε τυποποιημένες καρτούλες, οι οποίες είχαν συγκεκριμένο περιθώριο. Δεν μπορούσες να γράψεις περισσότερα.

ΔΜ: Δεν «χρειάζονταν» πολλά, με λίγα λόγια.

ΜΦ: Όχι, όχι. Δεν «χρειάζονταν» πολλά… Αυτά.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗ

ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Κώστα Βουλβούλη

Η αυτοσχέδια αυτή παρλάτα του Κώστα Βουλβούλη χλεύαζε τις ομιλίες του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου και δεν είχε λογοκριθεί, γιατί δεν ήταν καταγεγραμμένη στο τετράδιο που κατέθεσαν για λογοκρισία, αλλά απαγγέλθηκε εκείνη την ώρα από στήθους.

Χαίρετε πάντες,

κακουλ’γδιασμένοι1, λιτσπέρδις2,

οίτινες γαρ ουν συναχθέντες μαζών ελθόντες

εν τω χώρω τούτο.

Δηλών εστί ότι παθ’μέν’ εστέ υμείς

ου γαρ δούναι και λαβείν

πολλά είπε δι’ ό έγινε

και απόδειξη, υμάς ρου κεφαλαίο

απονένεσθε τις γαρ ανήρ τούτος

τις γαρ ο άνθρωπος

τουτέστιν τις γαρ ανόητος όχλος

εμείς λούκι όλος υμάς νινί

ουν γε μαζών διά και τούτως άλλους

και ως κοινή γαρ η τύχη ημών και υμών,

μεθ’ ημών, άνευ ημών, περί ημών και δι’ ημών,

υπέρ ημών και καθ’ ημών

… Πάτερ ημών!

Γλωσσάρι:

  1. κακουλ’γδιασμένοι: ολότελα βρόμικοι [κακο + λιγδιασμένοι (= ακάθαρτοι) < λίγδα (= χοιρινό λίπος, λεκές από λίπος, ακάθαρτος) > μεταγν. λίγδα < αρχ. επίρρ. λίγδην (= ελαφρό τρίψιμο)]
  2. λιτσπέρδις ή ριτσπέρδις: εργάτες γης [τοΰρκ. rencper (= γεωργός, εργάτης)]

ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ 19/4/1994, επιμέλεια Παναγιώτη Λενέτη

Γιώργος Σκούφος, δημοσιογράφος

Ο Τύπος

Οι εφημερίδες ήταν το αποκλειστικό κανάλι μέσα από το οποίο μπορούσε να περάσει η προπαγάνδα των στρατιωτικών. Οι δρόμοι ήταν δύο, θα μας εξηγήσει ο Διευθυντής σήμερα του «Δημοκράτη» δημοσιογράφος Γιώργος Σκούφος. Ή δεχόσουνα  να γράφεις ό,τι σου λέγανε ή σου έκλειναν την εφημερίδα.

«Θυμάμαι ότι η Επιτροπή Λογοκρισίας και το Γραφείο Τύπου της Νομαρχίας που έδρευε στην Ερεσού, εκεί που σήμερα βρίσκεται το βιβλιοπωλείο του Νικολάου,  μας έδινε καθημερινά την ύλη που θα δημοσιεύαμε στις εφημερίδες.

Μάλιστα είχαν την απαίτηση κείμενα 19 και 20 σειρών να μπαίνουν εφτάστηλα, πράγμα το οποίο τεχνικά δεν γίνεται. Όταν τους το λέγαμε, μας απειλούσαν με στρατοδικεία, με κλείσιμο εφημερίδας κλπ.

Έπαιρνα την εφημερίδα το απόγευμα, μόλις έβγαινε το πρώτο φύλλο, θα συνεχίσει ο Γ. Σκούφος, και την πήγαινα στην Επιτροπή Λογοκρισίας. Εκεί περίμενα και, αν την ενέκριναν, συνεχίζαμε το τύπωμα, αν όχι, μου έλεγαν τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν και έτρεχα στο τυπογραφείο ξανατυπώνοντας το φύλλο με τις αλλαγές και το ξαναπήγαινα πίσω. Αν ήταν εντάξει το υπέγραφαν, όμως συνήθως την διαδρομή τυπογραφείο – Επιτροπή Λογοκρισίας την έκανα 5 και 6 φορές κάθε μέρα.

Εδώ ο Γ. Σκούφος θα θυμίζει και συγκεκριμένα περιστατικά:

Μια φορά μας έστειλαν ένα κείμενο που έλεγε ότι ο Α. Παπανδρέου ήταν προδότης και τα σχετικά. Εμείς δεν το βάλαμε και ισχυριστήκαμε ότι είχαμε κλείσει νωρίς το φύλλο και δεν προλάβαμε να το βάλουμε. Τότε μας έκλεισαν για 17 μέρες.

Η εφημερίδα, όπως και σήμερα, έγραφε «Ημερήσια Εφημερίδα Δημοκρατικών Αρχών». Μας βάλανε λοιπόν και σβήσαμε το «Δημοκρατικών» και από την εφημερίδα και από την ταμπέλα έξω από το γραφείο μας.

Μια άλλη φορά, θα συνεχίσει ο Γ. Σκούφος, είχαμε μια μικρή φωτογραφία του Γ. Παπανδρέου σε ένα συρτάρι, κάποιος την είδε και μας «κάρφωσε». Τότε ο Τέρπανδρος και ο Νίκος Αναστασιάδης πήγανε στρατοδικείο. Εκεί βέβαια τους αθώωσαν.

Ακόμα και στα αθλητικά υπήρχε λογοκρισία. Είχα γράψει για ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, στον οποίο είχαν ανάψει τα αίματα, ότι έγιναν επεισόδια, όμως δεν πήραν έκταση χάρη στην παρέμβαση των ψυχραιμότερων.

Την επόμενη μέρα με φώναξε ο στρατιωτικός διοικητής και αφού μου έτριξε τα δόντια, μου είπε: Άλλη φορά να μη ξαναγράψεις ότι έγιναν επεισόδια στο γήπεδο, γιατί από τότε που ήρθε η εθνοσωτήριος επανάσταση δεν γίνονται επεισόδια.

Όταν είχαν έρθει κάποιοι κάτοικοι του Ακλειδιού και διαμαρτυρήθηκαν για ένα λατομείο που λειτουργούσε στην περιοχή, ο Τέρπανδρος Αναστασιάδης έγραψε ένα σχόλιο.

Την επομένη μας φώναξε ένας ταγματάρχης που είχε έννομο συμφέρον, και μας είπε ότι προβοκάρουμε την επανάσταση. Περιστατικά που δείχνουν την φίμωση του τύπου ή με άλλα λόγια τον «χορό» που «χόρευαν» οι λεσβιακές εφημερίδες με τα προστάγματα των στρατοκρατών.

ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ 19/4/1994, επιμέλεια Παναγιώτη Λενέτη

Στρατηγός Ε.Α. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΓΚΟΣ

Ο Στρατός

Μουδιασμένοι και σιωπηλοί όλα τα χρόνια της δικτατορίας ήταν οι δημοκρατικοί αξιωματικοί του στρατού. Ο Στρατηγός ε.α Αριστείδης Κάγκoς, τότε λοχαγός στην Έδεσσα, θα μας πει: «Οι φωνές αντίστασης μέσα στο στρατό ήταν λίγες έως μηδαμινές. Όσοι αξιωματικοί από την πρώτη στιγμή εναντιώθηκαν τους αποστράτευσαν, βέβαια αυτοί ήταν λίγοι. Γιατί ο Παπαδόπουλος δεν ήθελε να δημιουργήσει μεγάλη ομάδα αποστράτων αξιωματικών. Πάντως όσοι αξιωματικοί παρέμειναν δεν τους βάζανε σε θέσεις κλειδιά, ούτε σε νευραλγικές μονάδες».

«Στις συγκεντρώσεις των αξιωματικών συνεχώς μας μιλούσαν για την εθνοσωτήριο επανάστασιν. Αυτοί που ήταν στην οργάνωση του Παπαδόπουλου λύναν και δέναν, παίρνανε μεταθέσεις όπου θέλανε. Τους στρατιώτες που έρχονταν σταμπαρισμένοι στο στρατό τους παρακολουθούσαν στενά και βέβαια δεν τους έδιναν κρίσιμες ειδικότητες. Κανείς δεν μιλούσε τότε και ακόμα και ορισμένοι από αυτούς που σήμερα λένε ότι ήταν αντιστασιακοί, σαν αξιωματικοί στην Επταετία, ήταν μουδιασμένοι και σώπαιναν. Και ο Αριστείδης Κάγκος κλείνει με πικρία:

Το σχέδιο «Προμηθέας», το οποίο εφήρμοσε ο Παπαδόπουλος και επέβαλλε την στρατιωτική δικτατορία, ήταν δημιούργημα της πολιτικής ηγεσίας της Δεξιάς για να το χρησιμοποιήσει σε περίπτωση “εθνικής” ανάγκης. Ο Παπαδόπουλος πήρε το έτοιμο σχέδιο και το εφάρμοσε.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος