Δημοψηφίσματα για την Ευρώπη στις χώρες της ΕΕ

Την τελευταία 30ετία έχουν οργανωθεί 115 δημοψηφίσματα στα ευρωπαϊκά κράτη που είναι μέλη της ΕΕ. Το ¼ από αυτά ήταν αφορούσε ερωτήματα προς τους πολίτες συνυφασμένα με τη συμμετοχή της χώρας τους στην ΕΕ ή θέματα που είχαν να κάνουν με τις Συνθήκες και την πορεία της Ένωσης.

Να σημειωθεί ότι στα συντάγματα σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών κρατών υπάρχει η πρόβλεψη για τη διενέργεια δημοψηφισμάτων. Ωστόσο, αναλόγως των συγκεκριμένων συνταγματικών κανόνων, αλλά και των πολιτικών παραδόσεων που υφίστανται σε κάθε χώρα, η οργάνωση δημοψηφισματικών διαδικασιών ποικίλει σε μεγάλο βαθμό. Αυτό ισχύει, κατ’ αρχήν, ως προς τα είδη, μια και υπάρχουν 17 κατηγορίες δημοψηφισμάτων τα οποία μπορούν να οργανωθούν, αλλά και και τη συχνότητα που αυτά διενεργούνται.

Τα δημοψηφίσματα και η ευρωπαϊκή ενοποίηση

Όπως προαναφέρεται, περίπου 30 δημοψηφίσματα έχουν διεξαχθεί, συμπτωματικά την τελευταία 30ετία, στις χώρες μέλη ΕΕ τα οποία σχετίζονται με την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι εν λόγω αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες διαθέτουν αρετές και πλεονεκτήματα, αλλά παρουσιάζουν, επίσης, αρκετά προβλήματα και αντιφάσεις.

Καταρχήν, η ΕΕ δεν έχει θεσμοθετήσει μια ενιαία διαδικασία διεξαγωγής δημοψηφίσματος, την οποία πρέπει να ακολουθούν τα μέλη της σχετικά με την προσχώρηση ή παραμονή κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την επικύρωση των νέων Συνθηκών ή την διαμόρφωση της οποιοσδήποτε άλλης σχέσης μ’αυτήν. Έτσι το κάθε κράτος έχει το περιθώριο να ρυθμίζει αυτά τα θέματα όπως επιθυμεί ή προβλέπει η εσωτερική του συνταγματική τάξη και πολιτική πρακτική.

Σε γενικές γραμμές η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για τις σχέσεις μιας χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση κρίνεται ως θετική, από την άποψη ότι κατά την προδημοψηφισματική περίοδο οι πολίτες καλούνται να ενημερωθούν για πλήθος ζητημάτων ζωτικής σημασίας για την ΕΕ και τελικά και το κράτος τους.

Ωστόσο, προβληματισμός ανακύπτει στα δημοψηφίσματα, τα οποία διενεργούνται για την επικύρωση των νέων συνθηκών. Και αρχικά, να ειπωθεί ότι για τη διεθνή πρακτική αποτελεί γενικά σπάνιο φαινόμενο να επικυρώνεται μια διακρατική Συνθήκη με δημοψήφισμα. Οι διεθνείς Συνθήκες αποτελούν συνήθως αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυβερνήσεων και υπόκεινται σε επικύρωση από τα εθνικά κοινοβούλια. Παρ’ όλα αυτά, λόγω της ιδιαιτερότητας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του υπαρκτού «δημοκρατικού ελλείμματος» στην ΕΕ, θα ήταν σκόπιμο να χρησιμοποιούνται διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας για την κρίση και αποδοχή των νέων συνθηκών από τα κράτη μέλη.

Όμως, τα ανάλογα δημοψηφίσματα που έχουν πραγματοποιηθεί έως τώρα παρουσιάζουν, τελικά, μια σειρά από μειονεκτήματα. Το πρώτο πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι κράτη μέλη αν και δεν έθεσαν ποτέ σε δημοψήφισμα τις αρχικές ιδρυτικές συνθήκες διεξάγουν δημοψήφισμα επί ολόκληρης μιας νέας συνθήκης και όχι μόνον των τροποποιήσεων αυτής.

Επίσης, δεν είναι λογικό το εκλογικό σώμα μιας χώρας να απορρίψει ολόκληρη τη νέα συνθήκη (και όχι τις επιμέρους τροποποιήσεις) χωρίς να τίθεται θέμα ταυτόχρονης εξόδου αυτού του κράτους από την ΕΕ. Επίσης, η ιστορία έχει δείξει ότι τα δημοψηφίσματα που οργανώνονται για την επικύρωση Ευρωπαϊκών Συνθηκών μετατρέπονται συχνά σε ευκαιρίες ανάδειξης δημαγωγικών πολιτικών θέσεων, οι οποίες κατακρίνουν ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η έτσι η δημόσια συζήτηση δεν επικεντρώνεται στην επικείμενη αναθεώρηση.

Ακόμη, το γεγονός ότι διεξάγονται επικυρωτικά δημοψηφίσματα σε ορισμένες μόνο χώρες και με διαφορετικές διαδικασίες ενώ στις υπόλοιπες η επικύρωση διενεργείται από τα εθνικά κοινοβούλια δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της δημοκρατίας και ισότητας σε επίπεδο ΕΕ, δημιουργώντας στοιχεία διάκρισης μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών. Η υπέρβαση αυτών των προβλημάτων θα έπρεπε να οδηγήσει στην ανάγκη ομοιόμορφων διαδικασιών επικύρωσης, οι οποίες, όμως, θα είχαν δυσκολίες εφαρμογής λόγω της κυριαρχίας των κρατών μελών. Όμως, ο επιζητούμενος από πολλές δυνάμεις εκδημοκρατισμός της ΕΕ θα προχωρήσει μόνον αν αρχίσουν να εφαρμόζονται ενιαίες δημοκρατικές διαδικασίες για τα ενωσιακά ζητήματα. Μια τέτοια λύση θα ήταν η ταυτόχρονη διεξαγωγή επικυρωτικών δημοψηφισμάτων ως προς τις επίμαχες τροποποιήσεις σε όλα τα κράτη μέλη.

Επίσης, σημαντική τομή θα αποτελούσε και η θεσμοθέτηση ενός ευρωπαϊκού δημοψηφίσματος, που θα διεξάγεται είτε με πρωτοβουλία των ευρωπαϊκών οργάνων είτε ακόμα με πρωτοβουλία των πολιτών, και το οποίο θα μπορεί να αφορά τόσο ζητήματα που καλούνται να νομοθετηθούν όσο και ήδη ψηφισμένα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Πάντως, η ΕΈ, αντιλαμβανόμενη την ανάγκη εισαγωγής θεσμών άμεσης δημοκρατίας, εισήγαγε στη Συνθήκη της Λισαβόνας τη δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας πολιτών μετά τη συγκέντρωση 1 εκατ. υπογραφών από πολίτες που προέρχονται τουλάχιστον από το ¼ των κρατών μελών και σε αριθμό ανάλογο με τον πληθυσμό τους.

Δημοψηφίσματα για την ένταξη και αποχώρηση χωρών στην ΕΕ

Σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες έχουν διεξαχθεί δημοψηφίσματα για ένταξη -και μια φορά για αποχώρηση- σε ό,τι αφορά τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και ιδίως την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στον πρώτο πυρήνα των 6 ιδρυτικών χωρών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν διεξήχθησαν δημοψηφίσματα για την ένταξη, όπως ούτε σε Ελλάδα το 1981 και σε Ισπανία και Πορτογαλία το 1986. Στη χώρα μας, όπως και στις υπόλοιπες, η σχετική επικυρωτική διαδικασία έγινε στα πλαίσια των κοινοβουλίων. Αντιθέτως, δημοψηφίσματα διεξήχθησαν και στις 3 χώρες του 2ου κύματος εντάξεων το 1973, δηλαδή το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη Δανία. Προηγήθηκε η Ιρλανδία, όπου στις 10/5/1972 διοργανώθηκε δημοψήφισμα σχετικά με την ανάγκη τροποποίησης του Συντάγματός της ενόψει της προσχώρησής της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το οποίο και υπερψηφίστηκε με ποσοστό 83,1% Στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικό δημοψήφισμα έγινε τελικά 2 χρόνια μετά την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το 1975, έχοντας ως αντικείμενο την παραμονή ή όχι της χώρας σ’ αυτές. Τελικά, παρά τον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, υπέρ της παραμονής τάχθηκε το 67,2% των ψηφοφόρων και κατά το 32,8%. Να σημειωθεί πως ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον έχει δεσμευτεί πως θα πραγματοποιήσει δημοψήφισμα για την παραμονή ή την έξοδο της χώρας από την ΕΕ έως το 2017.

Το 1985 υπήρξε πάντως και μια αποχώρηση όχι χώρας αλλά αυτόνομης περιοχής από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Πρόκειται για τη Γροιλανδία, η οποία ανήκει μεν στο Βασίλειο της Δανίας, αλλά διαθέτει αυτονομία σε μια σειρά από ζητήματα, μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση συμμετοχής σε διεθνείς ενώσεις. Στα πλαίσια αυτά στη Γροιλανδία προκλήθηκε δημοψήφισμα με αίτημα την αποχώρηση από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, κυρίως λόγω διαφωνιών για αλιευτικά ζητήματα, που, όμως, έχουν μεγάλη σημασία για αυτή την περιοχή. Το 53% ψήφισε υπέρ της αποχώρησης και από τότε η Γροιλανδία διαθέτει μια απλή σχέση σύνδεσης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Στο 4ο κύμα εντάξεων το 1995 και οι τρεις εμπλεκόμενες χώρες (Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία) διεξήγαγαν δημοψηφίσματα μέσα στο 1994, όπου υπερίσχυσε με αρκετή άνεση το ΝΑΙ . Να σημειωθεί ότι στη Νορβηγία (η οποία είχε επίσης γίνει δεκτή από την ΕΕ) οι πολίτες της για 2η φορά το 1994 (η 1η ήταν το 1973, που και πάλι είχε δρομολογηθεί η ένταξη) απέρριψαν τη σχετική επιλογή.

Την περίοδο 2003-2004 που μπήκαν στην τελική ευθεία και ολοκληρώθηκαν οι δέκα ταυτόχρονες εντάξεις των κρατών της ΚΑ και ΝΑ Ευρώπης, όλες οι εν λόγω χώρες, πλην της Κύπρου) διεξήγαγαν σχετικά δημοψηφίσματα (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχία. Παντού υπερίσχυσε το ΝΑΙ στην ένταξη, με σημαντική διαφορά, αλλά και μεγάλα ποσοστά αποχής, ενώ στην Μάλτα το όχι έφτασε 46,4%. Το 2007-2008 η Βουλγαρία και η Ρουμανία δεν διοργάνωσαν δημοψηφίσματα για τη δική τους ένταξη στην ΕΕ και τη σχετική επικύρωση έκαναν τα κοινοβούλιά τους, ενώ ενταξιακό δημοψήφισμα διεξήγαγε το 2012 το νεώτερο μέλος της ΕΕ, η Κροατία, με το ΝΑΙ να υπερισχύει με σημαντική διαφορά αλλά και μεγάλη αποχή.

Δημοψηφίσματα για την επικύρωση Ευρωπαϊκών Συνθηκών.

Σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες έχουν, επίσης, διεξαχθεί δημοψηφίσματα για την επικύρωση και εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Συνθηκών που έχουν εγκριθεί από τις διακυβερνητικές διασκέψεις, καθώς και για την αποτυχημένη απόπειρα θέσπισης Ευρωπαϊκού Συντάγματος.

Η χώρα μας ανήκει σε εκείνη την ομάδα κρατών που δεν έγινε ποτέ δημοψήφισμα για την επικύρωση μιας Ευρωπαϊκής Συνθήκης, παρά τη σχετική δυνατότητα που παρέχει το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 44 παράγραφος 2. Οι σχετικές επικυρώσεις έγιναν από κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις, με περιορισμένη συζήτηση και ενδιαφέρον.

Η μόνη χώρα μέλος της ΕΕ στην οποία έχουν διοργανωθεί δημοψηφίσματα για όλες τις θεσμικές αλλαγές της Ευρώπης είναι η Ιρλανδία. Έτσι, στις 26 Μαΐου 1987, με δημοψήφισμα εγκρίθηκε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη με ποσοστό 69,9%. Στις 19 Ιουνίου 1992, με δημοψήφισμα εγκρίθηκε η Συνθήκη Μάαστριχτ με ποσοστό 57,3%. Θα διεξαγόταν, επίσης, δημοψήφισμα για την ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη αλλά τελικά ακυρώθηκε λόγω των αρνητικών αποτελεσμάτων σε Γαλλία και Ολλανδία. Τέλος, στις 12 Ιουνίου του 2008 η Ιρλανδία ήταν η μόνη χώρα από τις 27 στην ΕΕ που οργάνωσε δημοψήφισμα για έγκριση της Συνθήκης της Λισαβόνας. Το 53,4% των ψηφισάντων τάχθηκε κατά της Συνθήκης έναντι 46,6% που τάχθηκαν υπέρ. Τελικά η εν λόγω Συνθήκη εγκρίθηκε με ποσοστό 67,13% σε δεύτερο δημοψήφισμα, το οποίο διεξήχθη στις 2 Οκτωβρίου 2009 έναντι 32,87% που ψήφισαν αρνητικά, αφού δόθηκαν ορισμένες διευκρινήσεις για τη διατήρηση της κυριαρχίας της χώρας σε μια σειρά από τομείς.

Την πρώτη κρίση, πάντως, στην διαδικασία έγκρισης των Ευρωπαϊκών Συνθηκών προκάλεσε το 1992 το δημοψήφισμα που διεξήχθη στη Δανία για την επικύρωση της Συνθήκης Μάαστριχτ και όπου το 51% των εκλογέων τάχθηκε κατά. Στις 18 Μαΐου 1993 έγινε και πάλι δημοψήφισμα με το ίδιο θέμα, στο οποίο, τελικά, το 56,8% των ψηφισάντων είπε τάχθηκε υπέρ της επικύρωσης, αφού, όμως, είχε τροποποιηθεί η Συνθήκη για να εξαιρεθεί η Δανία από την ΟΝΕ.

Το γεγονός αυτό φάνηκε να κλονίζει ευρύτερα την όλη δυναμική που είχε αρχίσει να δημιουργείται με το Μάαστριχτ. Τότε στη Γαλλία ο Φρανσουά Μιτεράν πήρε την πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή ανάλογου δημοψηφίσματος (κάτι που ήταν προαιρετικό) και όπου επικράτησε το ΝΑΙ στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αν και όχι με μεγάλη διαφορά.

Στη Γαλλία, όμως, ξεκίνησε η ανατροπή της προσπάθειας για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, μια και στη διοργάνωση σχετικού δημοψηφίσματος το 2005 οι πολίτες αρνήθηκαν την επικύρωση με ποσοστό 54,68%. Ακολούθησε το 2006 ανάλογο δημοψήφισμα στη Ολλανδία, στο οποίο οι Ολλανδοί πολίτες τέθηκαν κατά με ποσοστό 61,7%, ενταφιάζοντας οριστικά τη θέσπιση της Συνταγματικής Συνθήκης. Πάντως, για το ίδιο θέμα διεξήχθη το 2005 στην Ισπανία συμβουλευτικό δημοψήφισμα για την επικύρωση της “Συνταγματικής Συνθήκης”, όπου τα αποτελέσματα ήταν 77% ΝΑΙ, 17% ΟΧΙ, 6% Λευκά, αλλά με αποχή 57%. Τέλος, το Λουξεμβούργο επικύρωσε το 2006 το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα με διεξαγωγή δημοψηφίσματος, στο οποίο το 56,52% τάχθηκε υπέρ της επικύρωσης. Ήταν η 13η χώρα που επικύρωνε το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και η πρώτη με δημοψήφισμα μετά την αρνητική στάση των Γάλλων και των Ολλανδών πολιτών. Αλλά, όπως προαναφέρεται, το όλο θέμα είχε λήξει και στη θέση του Ευρωσυντάγματος θεσπίστηκε η Συνθήκη της Λισσαβόνας, που άρχισε να ισχύει από το 2009, έχοντας επικυρωθεί μόνο από τα κοινοβούλια των χωρών μελών, με εξαίρεση την Ιρλανδία όπου και πάλι διοργανώθηκε δημοψήφισμα και μάλιστα διπλό.

Βλέπε «Tι ισχύει στις ευρωπαϊκές χώρες για τα δημοψηφίσματα»

Ρεπορτάζ-Ανάλυση: Πολυδεύκης Παπαδόπουλος

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος