Μιανμάρ: Ελεύθεροι μετά από 500 ημέρες οι δύο ρεπόρτερ του Reuters

Οι δύο ρεπόρτερ του πρακτορείου ειδήσεων Reuters οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε βαριές ποινές κάθειρξης στη Μιανμάρ μετά την καταδίκη τους για την παραβίαση του νόμου περί κρατικών μυστικών αφέθηκαν ελεύθεροι σήμερα από τη φυλακή όπου ήταν έγκλειστοι σε προάστιο της Γιανγκόν, αφού πέρασαν πάνω από 500 ημέρες πίσω από τα σίδερα, ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες.

Οι δύο δημοσιογράφοι του Reuters, Ουά Λόουν, 33 ετών, και Κέι Σου Όου, 29 ετών, είχαν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης επτά ετών για παραβίαση του νόμου περί κρατικών απορρήτων έπειτα από έρευνά τους για σφαγή των μουσουλμάνων Ροχίνγκια, αφέθηκαν σήμερα ελεύθεροι, έπειτα από διεθνείς πιέσεις που ασκούνταν για μήνες στην κυβέρνηση της τιμηθείσας με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι.

«Είμαι δημοσιογράφος και θα συνεχίσω» να εργάζομαι, δήλωσε ο Ουά Λόουν. «Ανυπομονώ να επιστρέψω στην σύνταξη» ειδήσεων και «να ξαναδώ την οικογένειά μου και τους συναδέλφους μου», πρόσθεσε.

Πρόκειται για «ένα βήμα προς μια μεγαλύτερη ελευθερία του Τύπου και μια ένδειξη της δέσμευσης της κυβέρνησης υπέρ της δημοκρατικής μετάβασης στην Μιανμάρ», αναφέρει ο ΟΗΕ σε ανακοίνωσή του, στην οποία χαιρετίζει την απελευθέρωση των δύο δημοσιογράφων στο πλαίσιο χάριτος που δόθηκε από τον πρόεδρο της χώρας Ουίν Μγιν σε 6.520 φυλακισμένους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Μιανμάρ είχε απορρίψει στις αρχές Μαΐου την προσφυγή των δύο δημοσιογράφων, η καταδίκη των οποίων είχε προκαλέσει διεθνή κατακραυγή.

Η έρευνά τους τούς χάρισε βραβείο Πούλιτζερ, την υψηλότερη τιμητική διάκριση για τη δημοσιογραφία στις ΗΠΑ. Τιμητική διάκριση έλαβαν επίσης από την Unesco και περιελήφθησαν από το περιοδικό Time στις προσωπικότητες της χρονιάς για το 2018.

Η καταδίκη των δύο δημοσιογράφων ήγειρε πολλά ερωτήματα σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της Μιανμάρ και προκάλεσε κατακραυγή σε διεθνές επίπεδο, με ξένους διπλωμάτες και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να καταγγέλλουν μια στημένη δίωξη σε βάρος τους.

Κατηγορούνταν για απόκτηση απόρρητων εγγράφων σχετικά με τις επιχειρήσεις των δυνάμεων ασφαλείας της Μιανμάρ στην πολιτεία Ραχίν, στη βορειοδυτική Μιανμάρ, τόπο όπου διαπράχθηκαν ωμότητες σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια.

Όταν συνελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 2017, ερευνούσαν σφαγή των Ροχίνγκια στο Ιν Ντιν, ένα χωριό στο βόρειο τμήμα της Ραχίν.

Έκτοτε ο στρατός αναγνώρισε ότι πράγματι διαπράχθηκαν ωμότητες τρεις μήνες νωρίτερα και 7 στρατιωτικοί καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών.

Οι δύο δημοσιογράφοι δεν έπαψαν να δηλώνουν ότι τους εξαπάτησαν. Επίσης ο ένας από τους αστυνομικούς που κατέθεσε στην υπόθεση αυτή αναγνώρισε ότι η συνάντηση στην οποία τους παραδόθηκαν απόρρητα έγγραφα ήταν μια «παγίδα», η οποία στήθηκε με στόχο να τους εμποδίσει να συνεχίσουν την εργασία τους.

Πολλοί υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καλούσαν την Αούνγκ Σαν Σου Κι, την ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης της Μιανμάρ, να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να πάρουν προεδρική χάρη οι δύο δημοσιογράφοι.

Ωστόσο αυτή μέχρι σήμερα αρνείτο να επέμβει, επικαλούμενη την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Επιπλέον ενώ είχε ήδη επικριθεί σφόδρα για την σιωπή της όσον αφορά το δράμα των Ροχίνγκια, αιτιολόγησε την φυλάκιση των δύο δημοσιογράφων, όχι «λόγω του δημοσιογραφικού τους επαγγέλματος», αλλά «επειδή παραβίασαν τον νόμο».

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος