Τρώγοντας «Στο τραπέζι του λύκου» με τη Rosella Postorino: γράφει η Στέλλα Πεκιαρίδη

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Όλα ξεκίνησαν από ένα άρθρο σε ιταλική εφημερίδα, το οποίο κέντρισε το ενδιαφέρον της μυθιστοριογράφου Rosella Postorino τον Σεπτέμβριο του 2014. Η είδηση αφορούσε την τελευταία επιζήσασα δοκιμάστρια της τροφής του Χίτλερ, τη Μάργκοτ Βολκ, η οποία είχε αποφασίσει να λύσει τη σιωπή της και να αφηγηθεί τι συνέβη στις γυναίκες που είχαν κληθεί να φέρουν εις πέρας την παράδοξη εκείνη αποστολή. Η ιστορία ήταν από μόνη της αρκετά ιντριγκαδόρικη ώστε να κινητοποιήσει την ιταλίδα συγγραφέα να τη μελετήσει παραπάνω και να επιδιώξει να γνωρίσει την ίδια τη Βολκ – πράγμα που δεν κατάφερε, καθότι όταν έφτασε ύστερα από πολύμηνη αναζήτηση στο Βερολίνο να εντοπίσει την πιο πρόσφατη κατοικία της, η ίδια είχε φύγει πια από τη ζωή. Το σαράκι τής αφήγησης της συγκεκριμένης ιστορίας ωστόσο είχε ήδη αρχίσει να την κατατρώει. Έτσι, αποφάσισε να καταπιαστεί με τη μυθοπλαστική της προσέγγιση, ταξίδεψε, διάβασε και έγραψε. Το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο Στο τραπέζι του λύκου (ο ιταλικός τίτλος είναι Le Assaggiatrici, που σημαίνει Οι δοκιμάστριες), το οποίο είχα τη χαρά και την τύχη να ανακαλύψω αμέσως μετά την έκδοσή του στην Ιταλία και να προτείνω προς έκδοση στα Ελληνικά Γράμματα. Και είναι πραγματική τύχη όταν η συγκυρία τα φέρνει έτσι ώστε να πέφτει κανείς πάνω σ’ ένα αξιόλογο ιστορικό μυθιστόρημα, στο περιθώριο επαγγελματικών διαβασμάτων, μεταφράσεων και γραψίματος, και να καταλήγει να το μεταφράσει ο ίδιος.

Τρώγοντας «Στο τραπέζι του λύκου» με τη Rosella Postorino: γράφει η Στέλλα ΠεκιαρίδηΗ μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν μια περιπέτεια με κάμποσες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Από τη μια, τα κομμάτια που αφορούσαν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, τις σκέψεις της βασικής ηρωίδας και των συνομηλίκων της και τις αναδρομικές μεσοπολεμικές αφηγήσεις ξεδιπλώνονταν ξεκούραστα κι ευχάριστα σε λέξεις. Από την άλλη, τα σημεία που αφορούσαν τη δράση των Ναζί, τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Βερολίνο την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου, τη βιογραφία και την προσωπικότητα του Χίτλερ και των οπαδών του ήταν εκείνα στα οποία έπρεπε να παραμερίσω τη δυσφορία μου και να επικεντρωθώ, πέρα από τη γλωσσική απόδοση, σε μια έρευνα για τη διασταύρωση πραγματολογικών στοιχείων διόλου ευχάριστων. Η περιπλάνηση στο σύμπαν ενός προς μετάφραση βιβλίου επιβάλλει αυτή την αμφιθυμία. Μόλις ολοκληρώνει κανείς το πρώτο μετάφρασμα, ωστόσο, νιώθει διαφορετικά: πλέον, έχει χτιστεί ένα κλίμα συνενοχής με τον συγγραφέα, υπάρχει συνολική εποπτεία του υλικού και μένει το ελληνικό κείμενο να δαμαστεί με βάση τους ψιθύρους του πρωτοτύπου.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα, ενδεικτικό ίσως της προσέγγισης της Postorino στα πραγματικά γεγονότα:

Πώς γίνεται να δίνεις αξία σε κάτι που μπορεί να τελειώσει οποιαδήποτε στιγμή, κάτι τόσο εύθραυστο; Δίνεις αξία σε κάτι που έχει δύναμη, και η ζωή δεν έχει∙ σ’ αυτό που είναι άτρωτο, και η ζωή δεν είναι. Είναι λοιπόν αλήθεια πως μπορεί να έρθει κάποιος να σου ζητήσει να τη θυσιάσεις, τη ζωή σου, για κάτι που έχει μεγαλύτερη δύναμη. Την πατρίδα, για παράδειγμα. Ο Γκρέγκορ είχε αποφασίσει να το κάνει, με το να καταταγεί.

Δεν πρόκειται για πίστη: ο Τσίγκλερ το είδε με τα μάτια του, το θαύμα της Γερμανίας. Συχνά άκουγε τους ανθρώπους να λένε: Αν ο Χίτλερ πέθαινε, θα ήθελα να πεθάνω κι εγώ. Εξάλλου, κατά βάθος η ζωή μετράει τόσο λίγο, το να την τάζεις σε κάποιον την ξαναγεμίζει με νόημα. Μέχρι και μετά το Στάλινγκραντ, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να εμπιστεύονται τον Χίτλερ, και οι γυναίκες να του στέλνουν για τα γενέθλιά του μαξιλάρια πάνω στα οποία είχαν κεντήσει αετούς και σβάστικες. Ο Χίτλερ είπε ότι η ζωή του δεν θα τελειώσει με τον θάνατο: θα αρχίσει ακριβώς τότε. Ο Τσίγκλερ ξέρει πως έχει δίκιο.

Είναι περήφανος που έχει συνταχθεί με την πλευρά εκείνου που έχει δίκιο. Κανείς δε αγαπά τους ηττημένους. Και κανείς δεν αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Δεν μπορεί να κλάψει για τις εφήμερες ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε διάστημα έξι εκατομμυρίων ετών. Μα αυτή δεν ήταν η αρχική συμφωνία; Πως κάθε ζωή πάνω στη Γη πρέπει να διακοπεί, αργά ή γρήγορα; Το να ακούει κανείς με τα ίδια του τα αυτιά το πανικόβλητο χλιμίντρισμα ενός αλόγου τον τραυματίζει περισσότερο από τη σκέψη ενός άγνωστου ανθρώπου, νεκρού επειδή από νεκρούς φτιάχνεται η Ιστορία.

Δεν υπάρχει οικουμενικός οίκτος, μονάχα συμπόνια απέναντι στο πεπρωμένο ενός μεμονωμένου ανθρώπινου όντος. Ο ηλικιωμένος ραβίνος που προσεύχεται με τα χέρια στο στήθος, επειδή έχει καταλάβει πως πρόκειται να πεθάνει. Η Εβραία γυναίκα που είναι τόσο όμορφη, μα στα πρόθυρα να παραμορφωθεί. Η Ρωσίδα που έχει γραπώσει τα πόδια της γύρω από τη λεκάνη σου, και για μια στιγμή σ’ έχει κάνει να νιώσεις προστατευμένος.

Το γεύμα «στο τραπέζι του λύκου» είναι πλουσιοπάροχο, χορτοφαγικό –καθότι ο Φύρερ ήταν αυστηρά χορτοφάγος–, με τα μαχαιροπίρουνα πάντοτε να μένουν μετέωρα, σε εκκρεμότητα. Ποτέ δεν ξέρεις αν η επόμενη μπουκιά θα είναι η τελευταία σου. Θα το πρότεινα προς ανάγνωση σε όποιον έχει ενδιαφέρον σχετικά με την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ιστορική μυθοπλασία, αλλά και τις ιστορίες που εμβαθύνουν στην ανθρώπινη ψυχολογία, που φέρνουν στο προσκήνιο τις αντιφάσεις και τα διλήμματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά.

Στέλλα Πεκιαρίδη

Τρώγοντας «Στο τραπέζι του λύκου» με τη Rosella Postorino: γράφει η Στέλλα ΠεκιαρίδηΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

H Rosella Postorino (Ροζέλα Ποστορίνο) γεννήθηκε το 1978 στο Ρέτζο Καλάμπρια και ζει κι εργάζεται στη Ρώμη. Ξεκίνησε τη συγγραφική της πορεία με τη συμμετοχή σε μια ανθολογία διηγημάτων το 2004. Το 2007 κέρδισε το βραβείο Rapallo Carige για πρωτοεμφανιζόμενη γυναίκα συγγραφέα με το πρώτο της μυθιστόρημα La stanza di sopra (Neri Pozza, 2007, Feltrinelli 2018) και συμπεριλήφθηκε στη λίστα των δεκατριών φιναλίστ για το βραβείο Strega. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα L’estate che perdemmo Dio (Einaudi Stile Libero, 2009, που έλαβε το βραβείο Benedetto Croce και το ειδικό βραβείο κριτικής επιτροπής Cesare De Lollis), Il corpo docile (Einaudi Stile Libero, 2013, που έλαβε το βραβείο Penne), το θεατρικό Tu (non) sei il tuo lavoro (στη συλλογή Working for Paradise, Bompiani, 2009) και η επιμέλεια δύο ιταλικών εκδόσεων έργων της Μαργκερίτ Ντιράς. Το τελευταίο της μυθιστόρημα,με τίτλο Le Assaggiatrici (Feltrinelli, 2018), έλαβε το βραβείο Campiello 2018 και κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Στο τραπέζι του λύκου από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σε μετάφραση της Στέλλας Πεκιαρίδη (σελ.: 384, τιμή: €15,90).

Τρώγοντας «Στο τραπέζι του λύκου» με τη Rosella Postorino: γράφει η Στέλλα ΠεκιαρίδηΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ

Η Στέλλα Πεκιαρίδη γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Λογοτεχνική Μετάφραση με εξειδίκευση στην ιταλική γλώσσα στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτιστική Διαχείριση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια επιμέλειας, διόρθωσης, αφηγηματολογίας και εικονογράφησης παιδικού βιβλίου στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, σε ελληνικούς εκδοτικούς οίκους και κέντρα επιμόρφωσης. Εργάζεται στο χώρο των έντυπων και ηλεκτρονικών εκδόσεων και μέσων από το 2005 ως μεταφράστρια, επιμελήτρια, κειμενογράφος, πολιτιστική συντάκτρια και επαγγελματίας αναγνώστρια. Γλώσσες εργασίας της είναι τα ελληνικά, τα αγγλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα ολλανδικά. Παράλληλα, ασχολείται ερευνητικά με τη θεωρία της φωτογραφίας και τον οπτικό πολιτισμό. Ζει μεταξύ Ελλάδας και Ολλανδίας.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος