Κορνήλιος Καστοριάδης – 26 Δεκεμβρίου 1997

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 1922. Ο Καστοριάδης μεγαλώνει στην Αθήνα και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ως μέλος κομουνιστικής οργάνωσης. Σπουδάζει νομική και οικονομικά στην Αθήνα και το 1941 είναι μέλος του ΚΚΕ από το οποίο θα φύγει το 1942 για να ακολουθήσει την ομάδα τροτσκιστών του Σπύρου Στίνα. Το 1945 με το πλοίο Ματαρόα θα πάει στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί μέσα από την ομάδα του περιοδικού “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” με άρθρα και κείμενα θα ασκήσει κριτική στο μαρξιστικό μοντέλο της ΕΣΣΔ χαρακτηρίζοντάς το «γραφειοκρατικό καπιταλισμό». Τα κείμενα και η σκέψη του θα επηρεάσουν σημαντικά και τους εξεγερμένους φοιτητές του Μάη του ΄68 στο Παρίσι. Ο Καστοριάδης εργάζεται παράλληλα ως οικονομολόγος και στέλεχος στον ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας), συγκεκριμένα στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης, ενώ αποχωρεί από τον ΟΟΣΑ το 1970 και από το 1973 εργάζεται ως ψυχαναλυτής και από το 1979 ως διευθυντής σπουδών στην EHESS -Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού.

Κεντρική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της «Αυτονομίας», η διαδικασία  δηλαδή κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς και το πρόβλημα της νομιμοποίησής τους με μεταφυσικούς, λογικούς, φυσικούς και γενικότερα ταυτολογικούς όρους. Εξηγεί επίσης την τάση των κοινωνιών, ακόμα και αν στην περίοδο κατά την οποία συγκροτούνται να χαρακτηρίζονται από αυτονομία, να παραχωρούν τη νομοθετική εξουσία σε εκλεγμένους αντιπροσώπους ή άρχοντες οδηγώντας τελικά τους πολίτες σε μια αποξενωμένη σχέση με την εξουσία και τη λήψη αποφάσεων, καταργώντας κάθε έννοια άμεσης δημοκρατίας. Σε αντίθεση με την προηγούμενη εικόνα ο Καστοριάδης παραθέτει το παράδειγμα της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα υπογραμμίζοντας τη συνείδηση των πολιτών ότι οι νόμοι προέρχονται από τους ίδιους και ότι οι ίδιοι οι πολίτες έχουν την ευθύνη και το προνόμιο να τους σέβονται, νομιμοποιούν, τροποποιούν και εφαρμόζουν. Για τον Καστοριάδη η αρχαία Ελλάδα δεν πρέπει να λειτουργεί ως πρότυπο μίμησης, αλλά ως παράδειγμα έμπνευσης για μία αυτόνομη δημοκρατία στη σύγχρονη εποχή. Σημαντική υπήρξε επίσης η στροφή του Καστοριάδη προς την ψυχανάλυση, η οποία του επέτρεψε να κατανοήσει φιλοσοφικά εκ νέου την κοινωνικο-πολιτική διάσταση του ανθρώπου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο έργο του η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας (1975). Σε αυτό το έργο ο Καστοριάδης εξηγεί μεταξύ άλλων ότι ο Κομμουνισμός βασίζεται στην ίδια φαντασιακή σύλληψη που υιοθετεί ο Καπιταλισμός, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Μαρξιστικό σύστημα αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής κουλτούρας. Με βάση τη συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών των κοινωνιών από τις ίδιες τις κοινωνίες, τις διέκρινε αφενός σε αυτόνομες, όταν συνειδητοποιούν τη διαδικασία αυτή και αφετέρου σε ετερώνυμες, όταν η θέσμιση αυτή αποδίδεται σε παράγοντες έξω από αυτές (θεός, παράδοση, ιστορία, νόμοι, φύση). Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του είναι τα εξής: «Η γραφειοκρατική κοινωνία», «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», «Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου», «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», «Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία», «Το Επαναστατικό Πρόβλημα Σήμερα», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος», «Από την Οικολογία στην Αυτονομία».

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης έφυγε από τη ζωή στις 26 Δεκεμβρίου 1997. Το Αρχείο της ΕΡΤ με αφορμή την επέτειο 25 ετών από το θάνατο του μεγάλου Έλληνα διανοητή, φιλοσόφου, οικονομολόγου και ψυχαναλυτή, παρουσιάζει την εκπομπή:

ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ – ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

(video)


Το επεισόδιο αυτό της σειράς ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο» παρουσιάζει μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη του διακεκριμένου Έλληνα φιλοσόφου και διανοητή, Κορνήλιου Καστοριάδη, σε σκηνοθεσία Τάκη Χατζόπουλου. Η εκπομπή γυρίστηκε το 1991 και ακολουθεί τον Καστοριάδη σε μία επίσκεψή του στο νησί της Τήνου.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μιλάει για τον αρνητικό ρόλο των διανοούμενων από τη στιγμή που οι ίδιοι συμμετέχουν στη γενική εμπορευματοποίηση που διακρίνει την κοινωνία, μπαίνουν στο παιχνίδι του θεάματος και γίνονται άνθρωποι της μόδας. Εξηγεί ότι ο ρόλος τους θα έπρεπε να είναι όπως έχει οριστεί από τον Σωκράτη στην απολογία του, δηλαδή να ξυπνούν τους ανθρώπους και να λένε σε αυτούς όσα τους είναι δυσάρεστα να ακούν. Ο Καστοριάδης επίσης αναφέρει ότι λαός στο σύνολό του δεν είναι αθώος, μια ς και συμμετέχει στην κατάσταση των πραγμάτων ακόμα και όταν είναι αδρανής και επιτρέπει σε άλλους να λαμβάνουν αποφάσεις για εκείνον. Υπογραμμίζει κάποια παραδείγματα ενεργών πολιτών  στις ανατολικές χώρες, οι άνθρωποι της «Αλληλεγγύης» στην Πολωνία ο Άνταμ Μίσνικ στην Ουγγαρία ο Γκιόργκι Κόνραντ, στην Τσεχοσλοβακία ο Βάτσλαφ Χάβελ, στη Ρωσία οι διαφωνούντες.

Αναφορικά με τις χώρες του σοβιετικού μπλοκ εξηγεί ότι εκεί τα προβλήματα ήταν πιο εύκολα σε πνευματικό επίπεδο παρά τις συνθήκες δικτατορίας και καταπίεσης που μπορεί να βίωναν οι πολίτες, από την άποψη ότι το δίκαιο και το σωστό και οι επιλογές για την πορεία προς μια ευνομούμενη και δημοκρατική κοινωνία ήταν σημεία ευδιάκριτα.  Αντίθετα στη Δύση δεν είναι καθαρά τα πράγματα, η κριτική που ασκείται μπορεί να είναι καθαρή, αλλά διαπιστώνει ότι η κυρίαρχη νοοτροπία κυμαίνεται σε ένα πλαίσιο απληστίας και προσήλωσης στη συγκέντρωση πλούτου, παράλληλα με μια ολοένα αυξανόμενη τάση αδιαφορίας για τα κοινά. Η λύση δεν είναι ξεκάθαρη ή απλή, ωστόσο ο Καστοριάδης θεωρεί σίγουρο ότι πρέπει να αλλάξει ο γενικότερος προσανατολισμός των ανθρώπων και υπό αυτές τις συνθήκες αξιολογεί ως δυσκολότερο το ρόλο ενός κριτικού διανοούμενου στις δυτικές κοινωνίες. Πιστεύει ότι η τρέχουσα πορεία της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας δεν μπορεί να οδηγήσει παρά μόνο σε πτώση και αυτό όχι λόγω της απειλής μιας οικονομικής κατάρρευσης αλλά γιατί η κοινωνία αυτή με τον τρόπο που υφίσταται καταστρέφει τη φύση και τους ίδιους τους ανθρώπους που την αποτελούν.

Ακολούθως μιλάει για την μεταστροφή της σύγχρονης κοινωνίας ως προς τις αξίες και τον τρόπο λειτουργίας της, υπογραμμίζοντας ότι οι τελευταίοι πυλώνες της ίσως να είναι τα κατάλοιπα προηγούμενων κοινωνιών που επιβιώνουν σε φαινόμενα ευσυνείδητων εργατών, εργαζόμενων, λειτουργών (δικαστών, εκπαιδευτικών). Ωστόσο η αξία της ελευθερίας έχει υποβιβασθεί μιας και η κυρίαρχη αξία σήμερα είναι η συγκέντρωση πλούτου και ο ισχυρισμός του συστήματος ότι ο καθένας μπορεί ελεύθερα να δρα στο πλαίσιο των νόμων δεν είναι παρά μια παραδοχή της απόλυτης επικράτησης της αξίας του κέρδους με μοναδικό φραγμό την ποινική κύρωση, όπου τυχόν αυτή μπορεί να εφαρμοστεί. Ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός και με δύο συγκεκριμένες προϋποθέσεις: α. Το γεγονός ότι υπήρχαν φυσικά αποθέματα τεράστια στον πλανήτη, εκ των οποίων έχει ήδη καταναλωθεί μεγάλο μέρος μέσα σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα β. Το ότι είχαν ήδη δημιουργηθεί τύποι ανθρώπων που επέτρεπαν στο σύστημα να λειτουργήσει φαινομενικά ή μη εύρυθμα π.χ. ευσυνείδητος μηχανικός, αδέκαστος δικαστής κλπ τα προαναφερθέντα κατάλοιπα προηγούμενων κοινωνιών που ολοένα και περισσότερο εξαφανίζονται.

Αναφορικά με την έννοια της ηθικής στην πολιτική, ο Καστοριάδης εξηγεί ότι αναδεικνύεται ως ζήτημα διότι υπήρξε το μόνο στήριγμα και όπλο απέναντι στα ψεύδη και τις ανηθικότητες των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται στα ψέματα, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα και τα δύο αυτά σημεία είναι βασικές αρχές μιας δημοκρατικής πολιτικής. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι απεχθάνονται την πολιτική γιατί την ταυτίζουν με τις πρακτικές και τον πολιτικαντισμό των πολιτικών ηγετών, ενώ η πραγματική δημοκρατική πολιτική δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην αυτόνομη δράση των ατόμων στηριγμένη σε αληθινές πληροφορίες και σωστούς συλλογισμούς.  Υπογραμμίζει ότι η ηθική είναι μια συνιστώσα της ίδιας της πολιτικής, μιας και η δεύτερη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την πρώτη ή να είναι ανώτερή της, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα δύσκολα ηθικά διλλήματα, όπως λ.χ. η ανθρώπινη ζωή ως υπέρτατη αξία και το ερώτημα αν θα μπορούσαμε να την υποστηρίζουμε ως απόλυτη αξία σε περιπτώσεις όπου μία ζωή θα έσωζε περισσότερες ή μια ζωή θα στερούσε πολλές επιπλέον.

Ως προς τη γενικότερη πορεία της ανθρωπότητας ο Καστοριάδης θεωρεί ότι διατρέχουμε μια περίοδο γενικής παρακμής από το 1950 και μετά, διαπιστώνει ότι αν και υπάρχει καταγραφή και μελέτη της ιστορίας, σχολιασμός της σκέψης, δεν υπάρχει πρωτότυπη σκέψη και αντίστοιχα στην τέχνη επικρατεί μια εξάντληση των δημιουργικών ικανοτήτων της εποχής. Αν ο ορισμός της δημιουργίας είναι οι νέες μορφές γεμάτες από νόημα, ο Καστοριάδης στη σύγχρονη εποχή βλέπει μια κρίση μορφών και νοήματος. Εξηγεί ότι αν και σήμερα υπάρχουν μεμονωμένοι αξιόλογοι δημιουργοί, τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα της περιόδου 1750-1950 δεν έχουν αντίστοιχο σήμερα. Για εκείνον η δημιουργία και η κατάρρευση σε μία κοινωνία δεν έχουν αιτιακή εξήγηση, μιας και αν υπήρχε μια τέτοια εξήγηση δεν θα υπήρχε δημιουργία. Εκτιμάει ότι κανείς δεν ξέρει πότε θα ξυπνήσει και θα επανέλθει αυτή η κοινωνία σε μια δημιουργική καμπή και για αυτό το λόγο θα πρέπει να δημοσιεύεται και να προβάλλεται η κριτική σκέψη ως σπόρος για όποια μελλοντική κίνηση. Επισημαίνει ότι μεταξύ άλλων ο ρόλος του διανοούμενου είναι να θυμίζει στο κοινό τα κριτήρια σκέψης, να φροντίζει για τη διαμόρφωση και προβολή τους. Η παρακμή μιας κοινωνίας είναι σύμφωνα με τον Καστοριάδη πρώτα απ’ όλα παρακμή κριτηρίων, ενώ η δημιουργία συνεπάγεται τη διατύπωση και την κοινωνική ενίσχυση κριτηρίων ουσίας.

Για την τηλεόραση και το ρόλο της ο Καστοριάδης πιστεύει ότι χρησιμοποιήθηκε ως κανάλι εκπόρνευσης των πραγμάτων, εκπαιδεύει τους ανθρώπους στη διαφήμιση, τα φτηνά θεάματα, σλόγκαν. Ακόμα και αν η φύση της τηλεόρασης ως μέσο δεν είναι αρνητική, δεν μπορεί να την θεωρήσει ως ουδέτερη, όμως για εκείνον είναι ξεκάθαρο ότι χρησιμοποιείται αρνητικά από το σύστημα. Όπως υπάρχει σήμερα, η τηλεόραση ανταποκρίνεται καθαρά στη θεαματική και καταναλωτική κοινωνία, η δομή της είναι μια δομή παθητικότητας και επιβάλλει και εκπαιδεύει τους ανθρώπους σε μια παθητική στάση, ενώ μια άλλη χρήση της προϋποθέτει την καταστροφή και αναδιαμόρφωσή της σε μια γραμμή αλληλεπίδρασης, η οποία θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς αντίθετους-αρνητικούς.

Αναφορικά με την εκπαίδευση ο Καστοριάδης θυμίζει ότι ο άνθρωπος συνεχώς διαμορφώνεται από όλα όσα βρίσκονται γύρω του και ότι η πραγματική και ουσιαστική εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους, έρωτα, από κάθε εμπλεκόμενη πλευρά. Αντίθετα στη σύγχρονη εποχή διαπιστώνει ότι οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται πρωτίστως με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις , οι γονείς θέλουν κυρίως να αποκτήσουν τα παιδιά τους ένα δίπλωμα προκειμένου να αποκατασταθούν επαγγελματικά και τα παιδιά- μαθητές δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για όσα συμβαίνουν στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Για τον Καστοριάδη χρειάζεται μια άλλη στάση απέναντι στη ζωή και στη γνώση.

Σχετικά με την έννοια της παράδοσης ο Καστοριάδης παραδέχεται ότι κάθε άνθρωπος ξεκινάει σαν συνέχιση μιας παράδοσης, αλλά πιστεύει ότι υπάρχει μια δημιουργική ρήξη σε αυτή τη συνθήκη, αφενός στην Αρχαία Ελλάδα και αφετέρου στη δυτική Ευρώπη από τον 11ο αιώνα. Ως παράδειγμα αναφέρει την αρχαία τραγωδία, όπου οι τραγικοί συγγραφείς συνδέονται βαθιά με την παράδοση και  ειδικά την ελληνική μυθολογία, αλλά ο καθένας δίνει ένα νέο διαφορετικό νόημα σε αυτές τις ιστορίες που κληρονομεί από την παράδοση, ανανεώνοντας έτσι τα νοήματα των παραδόσεων και του παρελθόντος. Εδώ λοιπόν διαπιστώνει και μια παράδοση ελευθερίας και επιλογής αυτών που παραδίδονται από το παρελθόν έτσι ώστε να προκύπτει δημιουργία πάνω σε αυτά, ενώ θεωρεί φυσιολογικό κάποια στοιχεία παράδοσης να γίνονται δεκτά και να μεταμορφώνονται και κάποια να απορρίπτονται και να χάνονται.

Έρευνα – σκηνοθεσία: ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Διεύθυνση παραγωγής: ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΚΥΔΩΝΑΚΗΣ

Έτος παραγωγής: 1991

Δείτε περισσότερα στο http://archive.ert.gr

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ

TOP NEWS