Ευρωπαϊκή οικονομία σε κατάψυξη λόγω κορoνοϊού – Οι λύσεις, η διαγραφή χρέους, ο παράγων Ντράγκι

Toυ Πολυδεύκη Παπαδόπουλου

Η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει στην κατάψυξη λόγω πανδημίας, κινούμενη, ακόμη, σε αντίθετη κατεύθυνση από μια βελτίωση των επιδημιολογικών δεικτών, η  οποία οφείλεται στα lockdown των περισσοτέρων χωρών και στην –έστω περιορισμένη- πορεία των εμβολιασμών. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη προβλέπεται να πάρουν μπρος, πλέον, μόνον μετά το β’ εξάμηνο του 2021 και εφόσον η εξέλιξη με την πανδημία δεν παρουσιάσει απρόοπτα. Όμως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η αναθέρμανση και σταθεροποίηση της ανάπτυξης και η διαχείριση των “βουνών” νέων χρεών που δημιουργούνται θα είναι υπόθεση χρόνων και όχι απλώς μηνών.

Από την άποψη αυτή η νέα κυβέρνηση στην Ιταλία, υπό τον Μάριο Ντράγκι, με υποστήριξη σχεδόν όλων των κομμάτων, μπορεί να επιδράσει όχι μόνο στη γειτονική χώρα, αλλά και στις πολιτικοοικονομικές ισορροπίες της Ευρώπης.  Και τούτο διότι η κρίση στην Ιταλία σήμερα και η αντιμετώπισή της, σε συνθήκες παγκόσμιας πανδημίας και παρατεταμένης ύφεσης στην Ευρωζώνη, πιθανά να αποτελέσει οδηγό για να κινηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία σε αναζήτηση μιας στρατηγικής από τον φαύλο κύκλο της διάδοσης της Covid 19  και της ύφεσης.

Το ιδιωτικό χρέος της Ιταλίας σε συνδυασμό με το τρίτο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος διεθνώς (με πρώτο εκείνο της Ιαπωνίας και δεύτερο της Ελλάδας) είναι μια σταθερή απειλή για τις δικές της τράπεζες, αλλά και συστημικός κίνδυνος για όλο το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα. Έτσι, η δημιουργία της κυβέρνησης Ντράγκι, με πρωτοφανή διακομματική στήριξη, αποτελεί όχι μόνον ιταλική υπόθεση, αλλά τελικά ευρωπαϊκή…

Απ΄ την άλλη, αν κοιτάξει κανείς τις αγορές μετοχών και ομολόγων διεθνώς, πνέει άνεμος αισιοδοξίας, οφειλόμενος –εκτός από τις πανταχού παρούσες κερδοσκοπικές τάσεις- κυρίως στο πακέτο των 1,9 τρις δολαρίων για τη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας που εξήγγειλε η κυβέρνηση Μπάιντεν, στην έστω μετ΄ εμποδίων εξέλιξη των μαζικών εμβολιασμών στις αναπτυγμένες χώρες και βέβαια στη δημιουργία του καινούργιου κυβερνητικού συνασπισμού στην Ιταλία. Οι δε προσδοκίες πως θα υπάρξει κάποια στιγμή επιτάχυνση της ανάκαμψης, με τη βοήθεια μιας υποστηρικτικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω όταν η νέα υπουργός Οικονομικών και πρώην Πρόεδρος της Fed, Τζάνετ Γιέλεν, συνέστησε στους ομολόγους της στο G7 να είναι γενναιόδωροι στις δαπάνες προκειμένου να υποστηρίξουν μια ανάκαμψη με διάρκεια.

Το χαμήλωμα του πήχη για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη από την Κομισιόν, αλλά στο βάθος του τούνελ φως…

Οι χειμερινές προβλέψεις που ανακοίνωσε προ ημερών η Κομισιόν για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι πιο απαισιόδοξες σε σχέση με το φθινόπωρο, καθώς η ανάπτυξη παραμένει εγκλωβισμένη στη «σκιά» της πανδημίας του κορονοϊού. Η έκθεση λαμβάνει υπόψιν την  αναζωπύρωση των κρουσμάτων σε συνδυασμό με την εμφάνιση μεταλλαγμένων, πιο μεταδοτικών, στελεχών του ιού  τους τελευταίους μήνες, που έχουν αναγκάσει πολλά κράτη μέλη της ΕΕ να επαναφέρουν ή να αυστηροποιήσουν τα περιοριστικά μέτρα. Κατά συνέπεια, μετά από ένα αδύναμο 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η οικονομική δραστηριότητα  θα παραμείνει υποτονική τουλάχιστον στις αρχές του τρέχοντος έτους.

Ωστόσο, με τους εμβολιασμούς να επιταχύνονται και τις πιέσεις στα συστήματα υγείας να υποχωρούν, τα μέτρα περιορισμού αναμένεται να αρχίσουν σταδιακά να χαλαρώνουν.  Έτσι η Κομισιόν προβλέπει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν το φθινόπωρο. Οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι η οικονομική δραστηριότητα,  θα ανακάμψει, αν και με αργότερο ρυθμό, στο β’ τρίμηνο και με πιο έντονο ρυθμό στο γ’ τρίμηνο, με οδηγό την ιδιωτική κατανάλωση και την αύξηση του  παγκοσμίου εμπορίου.

Με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής,  το 2020 έκλεισε με ύφεση 6,8% και 6,3%  για την Ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά για το 2021 η οικονομία της ζώνης αναμένεται να «τρέξει» με ρυθμό 3,8% και της ΕΕ με 3,7%. Για το 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετεί την ανάπτυξη στο 3,8% για την Ευρωζώνη και στο 3,9% για την ΕΕ. Στο μεσοπρόθεσμο αυτόν ορίζοντα οι προβλέψεις είναι βελτιωμένες σε σχέση με τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς το ΑΕΠ αναμένεται τώρα να φτάσει στα προ κρίσης επίπεδα έως τα μέσα του 2022. Να υπογραμμιστεί, πάντως, πως ακόμη και μια τέτοια ταχύτερη της αναμενόμενης επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα, θα οδηγήσει και πάλι σε μια σημαντική απώλεια ΑΕΠ σε σχέση με την ανάπτυξη που θα είχε επιτευχθεί πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας.

Σε ό,τι αφορά  ειδικότερα την ελληνική οικονομία, η Κομισιόν υπολογίζει στις χειμερινές προβλέψεις της πως συρρικνώθηκε κατά 10% το 2020. Εκτιμά, μάλιστα, ότι αυτό το χαμένο έδαφος δε θα καλυφθεί ούτε την επόμενη χρονιά. Και τούτο διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ρίχνει τον πήχη για τους ρυθμούς ανάκαμψης του 2021 στην Ελλάδα στο 3,5%. Προβλέπει, όμως, ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ανεβάσει ταχύτητα το 2022 με ρυθμούς 5%. Να σημειωθεί ότι στις φθινοπωρινές εκτιμήσεις του Νοεμβρίου η Κομισιόν έβλεπε ελαφρώς πιο ήπια ελληνική ύφεση, με το ΑΕΠ να υποχωρεί 9%. Απ΄ την άλλη,  η εικόνα της τότε για την εφετινή και την επόμενη χρονιά ήταν αντεστραμμένη σε σχέση με τη σημερινή, μια και πρόβλεπε ανάπτυξη 5% το 2021 και 3,5% το 2022. Πάντως, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, καθοριστικό ρόλο γι’ αυτά τα ποσοστά θα παίξουν οι επενδύσεις που οφείλουν να γίνουν ήδη μέσα στο 2021 από τις προκαταβολές του Ταμείου Ανάκαμψης και οι οποίες πρέπει να φτάσουν να αντιστοιχούν στο 3,3% του ΑΕΠ (περίπου 5,5 δισ. ευρώ), όπως ανέφερε και ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας

Το αίτημα για διαγραφή χρεών …

Περισσότεροι από 100 οικονομολόγοι απηύθυναν πριν μερικές μέρες έκκληση, μέσω εννέα μεγάλων ευρωπαϊκών ΜΜΕ, να διαγραφεί μέρος των δημοσίων χρεών που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ώστε να διευκολυνθεί η κοινωνική και οικολογική ανοικοδόμηση τους μετά το τέλος της πανδημίας. Οι εν λόγω οικονομολόγοι ανέφεραν ότι «ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε πάρα πολύ για να προστατευθούν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, οι πολίτες ανακαλύπτουν πως σχεδόν το 25% του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους -δηλαδή περίπου 2,9 τρις € !- το διακρατά η Κεντρική Τράπεζά τους. Η διαγραφή των δημόσιων χρεών ή η μετατροπή τους σε άτοκα χρέη στο διηνεκές (perpetual bonds) θα μπορούσε να γίνει με αντάλλαγμα τη δέσμευση των κρατών να επενδύσουν τα ίδια ποσά στην οικολογική και κοινωνική ανοικοδόμηση». Oι υπογράφοντες υπογράμμιζαν, επίσης, πως «η διαγραφή δεν απαγορεύεται ρητά από τις ευρωπαϊκές συνθήκες» και ότι «η ιστορία μας έχει δείξει πολλές φορές πως οι νομικές δυσκολίες εξαφανίζονται μπροστά στις πολιτικές συμφωνίες».

Τα σχετικά αφορούν κατεξοχήν την περίπτωση της Ιταλίας, της οποίας το χρέος μέσα στους  επόμενους μήνες θα αναρριχηθεί στο 157% του ΑΕΠ, που σε ποσό μεταφράζεται σε 2,6 τρις ευρώ! Οι αριθμοί αυτοί ίσως κάνουν πιο κατανοητό το πολιτικό αδιέξοδο που δημιουργήθηκε στην Ιταλία και την επείγουσα λύση της κυβέρνησης Ντράγκι που επελέγη. Ο ίδιος ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας προειδοποιούσε, άλλωστε, από την περασμένη άνοιξη για τους κινδύνους «μετάλλαξης της ύφεσης σε μακροχρόνια αποτελμάτωση». Μάλιστα, σε άρθρο του στους  Financial Times τον Απρίλιο, που προκάλεσε αίσθηση κι από ορισμένους χαρακτηρίστηκε «νέο μανιφέστο» για την Ευρωζώνη, ζήτησε όχι τη διαγραφή δημοσίου χρέους, αλλά την ανάληψη από τα κράτη μέρους των ιδιωτικών χρεών που προκαλεί η πανδημία. Στη συνέχεια, σε επίπεδο ΕΕ και Ευρωζώνης θα πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως οι δημοσιονομικοί στόχοι και η νομισματική πολιτική.

Με δυο λόγια, η «γραμμή», την οποία διατύπωσε ο Ντράγκι-αρθρογράφος και τώρα αναμένεται να ακολουθήσει ως κυβέρνηση, φαίνεται αρκετά καθαρή: οι τράπεζες πρέπει να δανείσουν με μηδενικό επιτόκιο και πλήρη εγγύηση από το κράτος τις επιχειρήσεις που θα απαγορευτεί η απόλυση από την εργασία. Απ’ την άλλη, οι τράπεζες για να κάνουν κάτι τέτοιο θα πρέπει να έχει προχωρήσει η ενιαία ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων και να δοθεί από τα όργανα της Ευρωζώνης η ελευθερία στις κυβερνήσεις να καλύψουν μία ανάλογη κίνηση. Κι όπως διευκρίνιζε ο Ντράγκι την άνοιξη: «Yπάρχει το κακό και το καλό χρέος. Το κακό είναι αυτό που θα έχει ξοδευτεί άσκοπα, το καλό εκείνο που θα εξασφαλίσει την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας…. Πάντως, το κόστος της ‘διστακτικότητας’ μπροστά στην ανάλογη δράση μπορεί να είναι ανεπανόρθωτο και οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι αλληλέγγυοι μπροστά σ’ αυτό που έτσι κι αλλιώς είναι κοινός σκοπός…».

… και η αντίδραση Λαγκάρντ

«Αδιανόητη» ήταν η διατύπωση που χρησιμοποίησε η Κριστίν Λαγκάρντ, χαρακτηρίζοντας τη λύση που ζητούν οι 100 για διαγραφή χρέους, αναφέροντας δύο λόγους: πρώτον γιατί το άρθρο 123 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης απαγορεύει τη «νομισματοποίηση» του χρέους, υπογράμμισε η Πρόεδρος της ΕΚΤ –δεύτερον, όλες οι χώρες της ευρωζώνης θα βγουν από αυτή την κρίση με αυξημένα επίπεδα χρέους, παραδέχθηκε η Λαγκάρντ, όμως τα χρέη είναι διαχειρίσιμα μακροπρόθεσμα, συμπλήρωσε.

Να σημειωθεί ότι δεν είναι καινούργια η ιδέα πως η ΕΚΤ πρέπει να διαγράψει δημόσιο χρέος που έχει συσσωρεύσει -ή να το ανταλλάξει με ομόλογα διαρκείας (τα προαναφερόμενα perpetual bonds) και με μηδενικούς τόκους. Προσελκύει, όμως, ξανά την προσοχή αφενός λόγω του καλέσματος των 100, που πατάει στη  διόγκωση των χρεών εξ αιτίας της πανδημίας. Το τελευταίο αυτό δεδομένο είναι που αλλάζει την προσέγγιση σε σχέση με το παρελθόν, μια και η αύξηση του χρέους επιβαρύνθηκε από ένα σχετικό εξωγενές σοκ και όχι από μια ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική. Επομένως, το επιχείρημα “ηθικού κινδύνου” που προβλήθηκε κατά κόρον στο παρελθόν, ότι «η διαγραφή χρέους μπορεί να ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπερβολή», είναι τώρα ασθενέστερο και η πρόταση μπορεί να γίνει πολιτικά πιο αποδεκτή, ειδικά αν θα αφορά όλες τις χώρες μέλη και όχι μόνον τις πιο υπερχρεωμένες, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία.

Τα υπέρ και τα κατά

Η πρόταση αξίζει να εξεταστεί, επισημαίνουν αρκετοί αναλυτές. Ωστόσο, μια εταιρία οικονομικών μελετών με διεθνές κύρος, όπως η Capital Economics, σε έκθεσή της ξεκαθαρίζει πως δεν υπάρχει πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο σύντομα. Ομως, κρίνει κι αυτή πως αξίζει να εξεταστεί, κυρίως επειδή έχει ορισμένα πλεονεκτήματα. Και τούτα είναι τα εξής:

-Μια διαγραφή θα εξαλείψει μεγάλο μέρος της πρόσφατης αύξησης των επιβαρύνσεων του δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης, που παντού έχει μεγεθυνθεί, περισσότερο ή λιγότερο, από το ξέσπασμα της πανδημίας. Ένα χρέος 157% επί του ΑΕΠ, όπου έχει φτάσει εκείνο της Ιταλίας, είναι περισσότερο από δυόμισι φορές πάνω από το ανώτατο όριο το οποίο προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το δε ελληνικό, που θα ανέλθει στο 208%, είναι παραπάνω από το όριο περίπου 3,5 φορές ! Όμως και τα χρέη περισσότερο «ενάρετων χωρών», όπως της Γαλλίας και της Ισπανίας, πλησιάζουν το 120%…

Βέβαια, το “βάρος” του χρέους δεν πρέπει να αποτελεί από μόνο του μείζον πρόβλημα, υπό την προϋπόθεση ότι εξυπηρετείται, αφού οι αποδόσεις των ομολόγων παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Όμως δεν υπάρχει κάποια εγγύηση ότι αυτό θα συνεχιστεί και στο  μακρινότερο μέλλον. Απ’ την άλλη, η διαγραφή όλων των κρατικών ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ θα ήταν μεγάλη βοήθεια για τη μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ. Π.χ.  κάτι τέτοιο στην περίπτωση της Ιταλίας θα σήμαινε πάνω από 30% του ΑΕΠ.

Ένα άλλο πλεονέκτημα, όπως αναφέρει η Capital Economics, είναι ότι θα δημιουργούσε μεγαλύτερα περιθώρια στην ΕΚΤ να αγοράσει και πάλι περισσότερα ομόλογα στο μέλλον, εάν χρειαστεί. Μέχρι τώρα, η ΕΚΤ έχει θέσει όριο 33% για το μερίδιο του δημόσιου χρέους κάθε κυβέρνησης το οποίο είναι διατεθειμένη να αποκτήσει και σε ορισμένες περιπτώσεις χωρών η Τράπεζα πλησιάζει αυτό το επίπεδο. Προς το παρόν, τα χρεόγραφα που αγοράστηκαν μέσω του PEPP (έκτακτου μηχανισμού για την αντιμετώπιση της πανδημίας) έχουν εξαιρεθεί. Εάν, ωστόσο, τα όρια επανέλθουν μόλις περάσει η υγειονομική κρίση, θα μπορούσαν να δυσκολέψουν την Κεντρική Τράπεζα να συνεχίσει να συσσωρεύει κρατικά ομόλογα στο μέλλον. Μια διαγραφή χρέους θα διευκόλυνε τις κινήσεις της ΕΚΤ, παρέχοντας της της περισσότερα περιθώρια να επεκτείνει τον ισολογισμό της στο μέλλον.

-Τέλος, ίσως το πιο βασικό είναι πως η διαγραφή χρέους θα μετριάσει τις ανησυχίες ότι η λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης θα  μπορούσε στο μέλλον να προκαλέσει επανάληψη της κρίσης του 2011/2012 στη Ευρωζώνη.

Απ’ την άλλη, η Capital Economics καταγράφει τα επιχειρήματα κατά μιας τέτοιας απόφασης, τα οποία, επί του παρόνοντος, παραμένουν πιο ισχυρά:

Πρώτον, οι νομικές αντιρρήσεις βάσει του άρθρου 123 της Συνθήκης για την ΕΕ, που απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση διατηρούνται ισχυρές, αν και η σχετική διατύπωση αφήνει κάποια περιθώρια για ευρύτερες ερμηνείες («… απαγορεύεται να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα, από οργανισμούς ή φορείς, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες»).  Φυσικά, η Συνθήκη θα μπορούσε να αλλάξει κάποια στιγμή, αλλά αυτό δεν είναι ορατό επί του παρόντος. Απ’ την άλλη, η ευρωπαϊκή ιστορία περιλαμβάνει παραδείγματα διαγραφής κρατικών χρεών, συμπεριλαμβανομένης της αναδιάρθρωσης των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου το 2012, που εν τέλει μπορεί να υπαχθεί σ’ αυτήν την κατηγορία.

Δεύτερον, οι ανησυχίες σχετικά με τον ηθικό κίνδυνο διατηρούν μια βασιμότητα, όταν μάλιστα πρόκειται για νομισματική ένωση διαφορετικών κρατών. Οι πολιτικοί σε δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες θα σκέφτονται πάντα ότι εκείνα τα μέλη με ασθενέστερες δημοσιονομικές θέσεις μπορεί να καταβάλουν λιγότερες προσπάθειες για να “νοικοκυρεύσουν” τα οικονομικά τους, το δε ιστορικό ορισμένων κρατών, όπως Ελλάδα και Ιταλία αλλά επίσης Πορτογαλία και Ισπανία, δείχνει ότι δεν έχουν κι άδικο.

Τρίτον, την ίδια στιγμή που μια διαγραφή χρεών τα οποία έχει στο χαρτοφυλάκιο της η ΕΚΤ θα απελευθέρωνε τα χέρια της, ταυτοχρόνως θα ανησυχούσε τη διοίκησή της για το αποτέλεσμα που θα δημιουργούσε κάτι τέτοιο στον ισολογισμό της. Π.χ. η ΕΚΤ θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά αφού ακυρώσει τα κρατικά ομόλογα ύψους 2,9 τρισεκατομμυρίων ευρώ, ακόμη και αν είχε αρνητικά ίδια κεφάλαια. Αλλά αυτό θα δημιουργούσε ένα πολιτικά δύσκολο ερώτημα σχετικά με το εάν και πώς πρέπει να ανακεφαλαιοποιήσει τον ισολογισμό της. Τα υπουργεία Οικονομικών των χωρών μελών είναι υπεύθυνα για την ανακεφαλαιοποίηση των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών τους, καθεμία από τις οποίες έχει ξεχωριστό ισολογισμό, αλλά δεν είναι σαφές πώς θα μοιραζόταν το κόστος μιας συνολικής ανακεφαλαιοποίησης της ΕΚΤ. Επίσης, η διαγραφή θα μείωνε τα καθαρά έσοδα της ΕΚΤ και, άρα, τις μεταφορές που πραγματοποιεί στις εθνικές κυβερνήσεις (όπως αυτές που έχει λάβει μετά το 2018 η Ελλάδα).

Τέταρτο, το πιο σημαντικό επιχείρημα κατά της πρότασης διαγραφής χρεών είναι πως το κύριο δημοσιονομικό όφελος δε χρειάζεται να εξοφληθεί με κεφάλαιο του χρέους, αλλά με λιγότερο αμφισβητούμενα μέσα. Μια τέτοια μέθοδος για την ΕΚΤ θα είναι να συνεχίσει τις επανεπενδύσεις των ομολόγων που λήγουν. Αυτή τη στιγμή η Κεντρική Τράπεζα δεσμεύεται να ανανεώσει τους τίτλους που έχουν αγοραστεί στο πλαίσιο του PEPP μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 2023, ώστε να χρηματοδοτεί το μεγαλύτερο μέρος της έκδοσης ομολόγων των κυβερνήσεων από την έναρξη της πανδημίας.  Προς το παρόν η ΕΚΤ δεν έχει εκπονήσει στρατηγική για τον ισολογισμό της μετά το 2023, αλλά, εάν συνέχιζε την επανεπένδυση των εσόδων από τη λήξη κρατικών ομολόγων στο διηνεκές (perpetually)  αυτό θα έδινε σχεδόν ίση δημοσιονομική στήριξη στις κυβερνήσεις όσο και μία διαγραφή χρέους, όπως υπογραμμίζει η Capital Economics.

Tέλος, η συνολική καθαρή δημοσιονομική επίπτωση της διαγραφής χρεών από την ΕΚΤ για τις κυβερνήσεις δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί. Για κάτι τέτοιο πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι μειωμένες πληρωμές τόκων στα ακυρωμένα ομόλογα -δηλαδή οι καθαρές πληρωμές προς και από την ΕΚΤ- αλλά  και οι τυχόν επιπτώσεις που θα έχει η πράξη αυτή στις μελλοντικές αποδόσεις ομολόγων.

H «αλλαγή παιχνιδιού» και ο καταλύτης Ντράγκι

Εν τέλει ποια κατάληξη μπορούν να έχουν όλα αυτά; Η ιδέα της ακύρωσης ή της αναδιάρθρωσης του μεριδίου της ΕΚΤ στο δημόσιο χρέος δε φαίνεται πλέον «εξωπραγματική», αλλά οι νομικές επιπλοκές λόγω Συνθήκης και οι πολιτικές αντιδράσεις των “ισχυρών” του ευρώ θα παραμείνουν μεγάλες για μια τέτοιων διαστάσεων διαγραφή.

Ωστόσο, «η έλευση του Μάριο Ντράγκι ως επικεφαλής της νέας κυβέρνησης της Ιταλίας θα μπορούσε να αποτελέσει τον παράγοντα που αλλάζει ριζικά το παιχνίδι (game changer ), σε ό,τι αφορά τον οικονομικό διάλογο και τους θεσμούς της Ευρώπης, αλλά και τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής», σημειώνει ένας άλλος μεγάλος οργανισμός  αναλύσεων, η Eurasia. «Με τη δέσμευσή του για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, ο Ντράγκι θα δημιουργήσει χώρο και προηγούμενο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ό,τι αφορά την επιδίωξη περισσότερων παραχωρήσεων από τη Γερμανία και ιδιαίτερα τη Γαλλία», εκτιμά η Eurasia. Κι αυτό θα μπορούσε π.χ. να ενισχύσει την πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί ξανά ένα νέο εργαλείο, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, σε μελλοντικές κρίσεις.

Επιπλέον, ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, αν και άνθρωπος πάντα των θεσμών, έχει δείξει πως δεν είναι ο τυπικός συστημικός παράγοντας. Έτσι, μετά την μακρά και πολυεπίπεδη καριέρα του κι αναλαμβάνοντας τώρα την πρωθυπουργία της Ιταλίας, δεν αναμένεται να παραδοθεί εύκολα σε μια τυχόν νέα ορθοδοξία της Φρανκφούρτης, σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των χρεών και τη νομισματική πολιτική. Με γραμμές, όπως οι προαναφερόμενες, μια ιταλική κυβέρνηση ευρείας αποδοχής από τον Ντράγκι, ίσως, λοιπόν, διαμορφώνει ένα άλλο σκηνικό γενικότερα στην Ευρωζώνη, εν όψη μάλιστα και της αποχώρησης της Άγκελα Μέρκελ από την γερμανική Καγκελαρία, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο …

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος