Τραμπ-αλίζεται, αλλά δεν βγαίνει από το εκλογικό παιχνίδι…

Πριν λίγες εβδομάδες τα εμπόδια στο δρόμο του Ντόναλντ Τραμπ για επανεκλογή αυξάνονταν  και οι δημοσκοπήσεις στο σύνολό τους έδιναν σαφές προβάδισμα στον αντίπαλό του Τζο Μπάιντεν. Ωστόσο τα πράγματα την τελευταία βδομάδα φαίνεται να αλλάζουν και πάλι. Μετά την ολοκλήρωση των συνεδρίων των Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αλλά και την τροπή που παίρνουν τα νέα φυλετικά επεισόδια και οι κυρίως οι διαμαρτυρίες, ο Τραμπ  ανεβάζει τα ποσοστά του.

Του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου

Κι αν δεν μπορεί ακόμη να μιλήσει κανείς για πλήρη ανατροπή τάσεων, ορισμένες εταιρίες μετρήσεων και αρκετοί αναλυτές εκτιμούν πως το momentum γυρίζει προς το μέρος του. Έτσι, με λιγότερες από 60 μέρες να απομένουν μέχρι τις εκλογές, ολοένα και περισσότερο έχει αρχίσει να συζητείται το σενάριο επανεκλογής του.

Eυρήματα δημοσκοπήσεων που αλλάζουν την εικόνα

Η τελευταία θετική  έρευνα για τον Τζο Μπάιντεν ήταν της εταιρίας Opinium, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 21-25/8, με δείγμα που είχε σταθμιστεί για να εκπροσωπεί τον ενήλικο αμερικανικό πληθυσμό, σύμφωνα με δημογραφικά στοιχεία, επίπεδο εκπαίδευσης και ψήφο σε προηγούμενες εκλογές.

Σ’ αυτήν εμφανιζόταν ότι ο Μπάιντεν να προηγείται του Τραμπ κατά 15%  (56% με 41%) μεταξύ των εκλογέων που ήταν βέβαιοι ότι θα ψηφίσουν. Ως πλεονεκτήματα του Μπάιντεν καταγράφονταν οι πολιτικές του για την υγεία και τις φυλετικές σχέσεις, αν και ένα ελαφρώς μεγαλύτερο ποσοστό εξακολουθούσε να εμπιστεύεται τον Τραμπ σε ζητήματα οικονομίας (42%  έναντι 39% για τον Μπάιντεν).

Όμως, από κει και πέρα τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν: Σε μια συνολική σύγκριση ο ιστότοπος της παναμερικανικής εφημερίδας USA Today σημειώνει ότι η μεταξύ τους διαφορά μειώθηκε από το 12%, που ήταν τον Ιούνιο, στο 7% στα τέλη Αυγούστου. Ακόμη πιο δυσμενής για τον Μπάιντεν ήταν νεότερη σφυγμομέτρηση του Emerson College, που δείχνει τον  Τραμπ να έχει καταφέρει να κλείσει σημαντικά την ψαλίδα που τον χώριζε με τον Μπάιντεν στο μόλις 2% , το οποίο είναι ένα ποσοστό που εμπίπτει στα περιθώρια του στατιστικού λάθους. Συγκεκριμένα, ο Μπάιντεν  σ’αυτή τη σφυγμομέτρηση εξασφαλίζει ποσοστό 49%, έναντι 47% του Τραμπ, που αποτελεί μείωση κατά 2% σε σχέση με ανάλογη έρευνα τον Ιούλιο. Πιο αναλυτικά, ο Τραμπ προηγείται, μάλιστα, του Μπάιντεν με 50% έναντι 45% στους λευκούς ψηφοφόρους και ο Δημοκρατικός προεδρικός υποψήφιος στις γυναίκες με 52% έναντι 44%. Ο Μπάιντεν διατηρεί το μικρό προβάδισμα με το να υπερέχει, επίσης, στους ανεξάρτητους ψηφοφόρους (50% έναντι 42%), σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση.

Πέραν τούτων, υπάρχουν και οι καταγραφές που προκύπτουν από τις στοιχηματικές εταιρίες, με την ευρωπαϊκή Betfair να θεωρεί πλέον φαβορί για τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου τον Τραμπ. Επιπλέον ο τραπεζικός κολοσσός JPMorgan Chase, σε ανάλυση προς τους πελάτες του, εκτιμά πως οι πιθανότητες εκλογής για Τραμπ και Μπάιντεν είναι πλέον στο 50-50. Σύμφωνα με την JPM, ένας λόγος μεταστροφής μερίδας της κοινής γνώμης υπέρ του Τραμπ είναι οι βίαιες διαδηλώσεις του τελευταίου διαστήματος, ενώ θεωρεί ότι και πριν οι δημοσκοπήσεις έτειναν να μην αποκαλύπτουν πλήρως τη στήριξη στον κ. Τραμπ λόγω της ύπαρξης «κρυφών ψηφοφόρων».

Γιατί η ανατροπή

“Ο Τραμπ  λοιπόν μπορεί να επανεκλεγεί, παρά την κακή διαχείριση της πανδημίας και το κύμα διαδηλώσεων;”, θα διερωτηθεί ένας μη εξοικειωμένος με την αμερικανική πολιτική και ιδίως με τα εκλογικά πράγματα.

Όσα συμβαίνουν αυτές τις ημέρες στο Ουισκόνσιν και σε άλλες πολιτείες με τις διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και επεισόδια που έχουν αφετηρία τη συμπεριφορά αστυνομικών, ανεξάρτητα από το ποιος έχει δίκιο και πόσο υπάρχουν ρατσιστικά αίτια, λειτουργούν τελικά υπέρ του Τραμπ, όπως καταγράφουν σειρά από μετρήσεις. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι, εφόσον συνεχιστούν τα φαινόμενα βίας στις διαδηλώσεις, θα μπορούσε να υπάρξει μετακίνηση 5-10 μονάδων από τους Δημοκρατικούς στους Ρεπουμπλικάνους. Κι αυτό γιατί σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης δεν αρέσει το θέαμα των ανεξέλεγκτων επεισοδίων και της αχαλίνωτης βίας, ανεξάρτητα αν αυτά παρακινούνται από έναν υπαρκτό ρατσισμό και μια υπέρμετρη αστυνομική βία.

Ο Τραμπ γνωρίζει να χειρίζεται αυτά τα αισθήματα και να απευθύνεται στην ανασφάλεια του μέσου Αμερικανού, ακόμη και με τρόπους που προκαλούν διχασμό και αναμόχλευση των σχετικών προβλημάτων.  Κι αν αυτή η στάση αφορά κυρίως τη μεσαία τάξη, υπάρχουν κι όλα εκείνα τα πιο περιθωριοποιημένα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας, που είχαν επαναστατήσει ήδη από το 2016 απέναντι στην αδιαφορία της οικονομικής, αλλά και της πολιτικά φιλελεύθερης ελίτ, καθώς και των παραδοσιακών ΜΜΕ στα προβλήματά του. Οι ίδιοι άνθρωποι θεωρούν πως το Δημοκρατικό Κόμμα έχει καταληφθεί από εκπροσώπους μειονοτήτων και μειοψηφικών ομάδων που προωθούν  τη δική τους ατζέντα και ξεχνούν το «μέσο άνθρωπο».

Το Δημοκρατικό Κόμμα προσπάθησε να αντιδράσει σ΄ αυτή την εικόνα, επιλέγοντας τελικά τον μετριοπαθή, αλλά σχετικά άνευρο και ηλικιωμένο  Μπάντεν ως υποψήφιο Πρόεδρο και προσφάτως την επίσης κεντρώα και ταυτόχρονα δυναμική Κάμαλα Χάρις για Αντιπρόεδρο. Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί τις τελευταίες μέρες παρακολουθούν αμήχανοι τον Τραμπ να παίζει την ατζέντα του νόμου και της τάξης, μη ξέροντας τι ακριβώς να κάνουν και να πουν. Έτσι, βλέπουμε τον Μπάιντεν να επισκέπτεται μεν την οικογένεια του  Τζέικομπ Μπλέικ (του 29χρονου Αφροαμερικανού που έμεινε παράλυτος από τους πισώπλατους πυροβολισμούς λευκού αστυνομικού στην πόλη Κενόσα του Ουισκόνσιν), επιδιώκοντας  να μην αποξενώσει ένα μεγάλος μέρος της βάσης του.  Όμως, ταυτόχρονα ξέρει πως οι εικόνες από τις πυρπολημένες γειτονιές λειτουργούν υπέρ του Ρεπουμπλικανού υποψήφιου.

Eπιπλέον, όπως καταγράφουν οι περισσότερες έρευνες, στο μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης παραμένει η αίσθηση ότι παρά την κρίση με τον κορωνοϊό, ο Τραμπ διαχειρίζεται καλύτερα την οικονομία. Τέλος, η αντισυστημική εποχή, μέσα στην οποία άνθισε ο Τραμπ, δεν έχει λήξει στις ΗΠΑ, όπως και σε πολλές άλλες χώρες. Και στα χρόνια της διακυβέρνησής του, εκτός από φανατικούς εχθρούς, ο Αμερικανός Πρόεδρος συνέχισε να δημιουργεί υποστηρικτές, με τις αντισυμβατικές μεθόδους και ρητορικές του. Π.χ.  κατά τη διάρκεια του πρόσφατου συνεδρίου του ρεπουμπλικανού κόμματος, αρκετοί νεαροί υποστηρικτές είχαν να λένε πως  ο Τραμπ έφερε «φρεσκάδα και ζωηράδα» στο κόμμα, ότι «είναι αυθεντικός» και πως  «εκείνο που σκέφτεται το λέει». Και οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούσαν δείγμα νεανικότητας και δυναμισμού τη διαρκή παρουσία του στα social media και  ιδίως στο twitter.

Ο «λίγος» Μπάιντεν

Το στρατόπεδο Τραμπ έχει από την αρχή της προεκλογικής καμπάνιας ως βασική στρατηγική την προβολή ενός «δυναμικού προσώπου» του προέδρου» και την  αντιπαραβολή του με «το εξασθενημένο πρόσωπο» του Μπάιντεν. Η πλήρης γραμμή είναι να πειστούν οι Αμερικανοί πως η χώρα τους κινδυνεύει (δεν έχει σημασία από ποιους),  πως το «οικονομικό θαύμα» που αυτός πέτυχε προ κορωνοϊού  θα γκρεμιστεί από τους αριστερίζοντες Δημοκρατικούς και ότι για το όραμα «μιας κραταιάς Αμερικής» ο αντίπαλός του «είναι λίγος και παλιωμένος».

Βέβαια, o υποψήφιος των Δημοκρατικών είναι μόλις 3 χρόνια μεγαλύτερος από τον Τραμπ, αλλά, το επιτελείο Τραμπ προβάλλει αυτή τη διαφορά ως σημαντική αδυναμία του. Επίσης, είναι σαφές πως οι τόνοι του Μπάιντεν,  ότι κι αν κάνει,  είναι πολύ πιο χαμηλοί  και ο ίδιος δεν είναι απρόβλεπτος όπως ο νυν Πρόεδρος. Από αυτές τις απόψεις δύσκολα να αποδοθεί το επίθετο «δυναμικός» -που αγαπούν πολύ οι Αμερικανοί-  στον Μπάιντεν.

Από την άλλη, μια σειρά από παράγοντες λειτουργούν υπέρ του Mπάιντεν: – ότι χαίρει γενικής εκτίμησης ως πολιτικός -ότι ο χαρακτηρισμός που ακούγεται περισσότερο γι’ αυτόν είναι πως πρόκειται για αξιοπρεπή τύπο -ότι εκτός από τον καλλιτεχνικό κόσμο, τους ακαδημαϊκούς και τους διανοούμενους, έχει μαζί του ένα μεγάλο κομμάτι των Αφροαμερικανών και ισπανόφωνων -πως κρίνεται ως θετική η επιλογή της Γερουσιαστού Κάμαλα Χάρις ως Αντιπροέδρου του -ότι έχει οικονομική στήριξη και δύναμη να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του  (μόνον τον Αύγουστο ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ έχει συγκεντρώσει το ποσό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων).

Τα «κλειδιά» που θα κρίνουν το τέλος του παιχνιδιού

Τελικά το θέμα δεν είναι  μόνον ποια γνώμη έχουν οι Αμερικανοί για τον ένα υποψήφιο ή τον άλλο, αλλά και ποιοι θα πάνε να τον ψηφίσουν. Και το ζήτημα αυτό γίνεται ιδιαίτερα κρίσιμο σε μια χώρα που, ακόμη και στις προεδρικές εκλογές, μετά βίας ψηφίζει το 50%. Σημαντικοί αριθμοί αφροαμερικανών, Αμερικανών λατινικής καταγωγής, αλλά και αντισυστημικών δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν και τα ποσοστά αυτά είναι ακόμη πιο απόβλεπτα λόγω κορωνοϊού. Επίσης, πολλά θα εξαρτηθούν από την έκταση που θα λάβει η επιστολική ψήφος (που φαίνεται να ευνοεί τον Μπάιντεν), αλλά και το πώς θα εξελιχθούν οι ψηφοφορίες που είναι ήδη ανοικτές σε πολλές εκλογικές περιφέρειες, οι οποίες προβλέπουν αυτή τη διαδικασία.

Τέλος, ακόμη περισσότερη σημασία από το τι θα ψηφίσουν οι Αμερικανοί στο σύνολο των 50 Πολιτειών έχει σημασία πως θα συμπεριφερθούν σε περίπου 12-13 εξ αυτών ( Αριζόνα, Βιρτζίνια, Β.Καρολίνα, Ιόβα, Κολοράντο, Μινεσότα, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Ν.Χαμσάιρ, Ουισκόνσιν, Οχάιο,  Πενσιλβάνια,  Φλόριδα). Πρόκειται, σχεδόν, για τις μόνες Πολιτείες που η πλειοψηφία μπορεί να περάσει από το ένα κόμμα στο άλλο, με βάση την προϊστορία πολλών εκλογικών διαδικασιών (swing states). Και τελικά, με το ιδιόμορφο σύστημα της εκλογής Αμερικανού Προέδρου όχι απευθείας από τη λαϊκή ψήφο αλλά από ένα σώμα εκλεκτόρων που στέλνει η κάθε πολιτεία με βάση τον πληθυσμό της –οι οποίοι στις 49 Πολιτείες βγαίνουν πλειοψηφικά και όχι αναλογικά- η οριακή επικράτηση σε κάποιες από αυτές είναι που κρίνει ορισμένες φορές το ποιος θα γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ.

Το 2016 η νίκη Τραμπ οφείλεται στο γεγονός πως επικράτησε σε 5 από αυτές (Ιόβα, Μίσιγκαν, Οχάιο, Πενσυλβάνια, Φλόριδα) και πήρε την πλειοψηφία των εκλεκτόρων, αν και στη λαϊκή ψήφο υστέρησε κατά σχεδόν 3 εκατ. της Κλίντον (46,1%-48,2%). Και μια σειρά από αναλυτές επισημαίνουν πως ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί, στις σφυγμομετρήσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα βελτιώνουν λίγο ή και καθόλου τις επιδόσεις τους σ΄ αυτές τις «Πολιτείες-κλειδιά». Μάλιστα, ορισμένες από αυτές κυριαρχούνται από εργαζόμενους σε παραδοσιακές βιομηχανίες και επιχειρήσεις που έχουν πληγεί εδώ και χρόνια ή έχουν εκλείψει και τα αισθήματα/αιτήματα των οποίων είχαν αποτύχει να ακούσουν και να διαχειριστούν οι παραδοσιακές πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Ωσπου ήρθε ο Τράμπ …

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος