ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

Πως εξισορροπούμε το δικαίωμα των ανθρώπων στην προστασία των προσωπικών τους δεδομένων και τη δημοσιογραφία στο όνομα τους δημοσίου συμφέροντος


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι αναφορές στην Πολιτική για τους κανόνες που ακολουθούμε έχουν ως βασικές πηγές τον ΓΚΠΔ 679, τον Ν4624/2019, τις κατευθυντήριες οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, τις οδηγίες από Αρχές Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, τη δημοσιογραφική δεοντολογία καθώς και τη νομολογία.

Η ελευθερία της έκφρασης

Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είναι ένα δικαίωμα που διασφαλίζεται σε όλους. Αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα γνώμης και λήψης και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών.

Το δικαίωμα αυτό είναι ένα απαραίτητο στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και βασική προϋπόθεση για την πρόοδό της και για την αυτοδιάθεση κάθε ατόμου. Πέρα από πληροφορίες και ιδέες που είναι ευνοϊκά αποδεκτές ή θεωρούνται μη προσβλητικές ή αδιάφορες, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης εκτείνεται σε πληροφορίες που θα μπορούσαν να προσβάλλουν, να σκανδαλίζουν ή ενοχλούν.

O πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης είναι μια σημαντική πτυχή του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, ο πλουραλισμός των απόψεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης πρέπει να είναι όχι μόνο ανεκτός, αλλά να προωθείται ενεργά και να διευκολύνεται. Οι διαφορετικές φωνές και απόψεις σε μια κοινωνία πρέπει να περιλαμβάνονται και να αναδεικνύονται στα μέσα ενημέρωσης. Με αυτό τον τρόπο χτίζεται η ανοχή και την ευρύτητα πνεύματος.

Ο ρόλος των δημοσιογράφων

Τα στελέχη των μέσων μαζικής ενημέρωσης θεωρούνται φύλακες του δημοσίου συμφέροντος με έναν ζωτικής σημασίας ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Έχουν το καθήκον να παρέχουν πληροφορίες για όλα τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, τις οποίες το κοινό έχει το δικαίωμα να λάβει.

Το δικαίωμα του δημοσιογράφου στην ελευθερία της έκφρασης δεν είναι απόλυτο. Οι δημοσιογράφοι έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ο όρος “δικαιώματα”, θεωρείται ως το προνόμιο των δημοσιογράφων να ασκούν το επάγγελμά τους και να δημοσιεύουν θέματα δημοσίου συμφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο όρος “αρμοδιότητες” σημαίνει ότι θα πρέπει να ενεργούν με καλή πίστη και να παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες, σύμφωνα με την δεοντολογία της δημοσιογραφίας.

Οι δημοσιογράφοι είναι υποχρεωμένοι να ελέγχουν την αλήθεια των γεγονότων πριν την δημοσίευση τους.

Όποτε είναι δυνατόν και πρακτικά εφικτό, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να ζητούν σχόλια από τα υποκείμενα των ρεπορτάζ τους, αν και δεν είναι υποχρεωμένοι να τους ενημερώνουν πριν από τη δημοσίευση ή μετάδοση.

Δημοσιογραφία με αίσθημα ευθύνης

Οι δημοσιογράφοι ασκούν το επάγγελμά τους ενεργώντας καλή τη πίστη, συλλέγουν και μεταδίδουν πληροφορίες σύμφωνα με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Βεβαιώνονται ότι το ρεπορτάζ είναι αμερόληπτο και εξισορροπημένοκαικάνουνεπανειλημμένεςπροσπάθειεςνα επικοινωνήσουν με τα ενδιαφερόμενα άτομα για σχολιασμό πριν από τη δημοσίευση.

Οι δημοσιογράφοι που ασκούν το επάγγελμα υπό την έννοια της υπεύθυνης δημοσιογραφίας απολαμβάνουν την καλύτερη προστασία του δικαιώματός τους στην ελευθερία της έκφρασης.

Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι το κοινό δεν έχει ανάγκη να ξέρει πάντα το που βρίσκεται ένα πολύ γνωστό πρόσωπο ή το πώς αυτός ή αυτή συμπεριφέρεται στην ιδιωτική του ζωή.

Δημοσιεύοντας χωρίς συγκατάθεση φωτογραφίες δημοσίων προσώπων (που έχουν ληφθεί κρυφά και από μακριά) με συνοδευτικά σχόλια που αφορούν αποκλειστικά στις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής, έχουν επίγνωση ότι είναι πιθανό να παραβιάζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αυτών των δημόσιων προσώπων. Αυτό το πρότυπο είναι ακόμη πιο αυστηρό σε περιπτώσεις που αφορούν ιδιώτες.

Οι δημοσιογράφοι σέβονται τους νόμους και τους ηθικούς κώδικες κατά τη μετάδοση ειδήσεων και επιδεικνύουν τη μέγιστη δυνατή προσοχή σε περιπτώσεις που ενδέχεται να συνιστούν παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας. Η παραβίαση των νόμων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε περιπτώσεις όπου το ενδιαφέρον για το κοινό να ενημερώνεται, είναι μεγαλύτερο από την υποχρέωση να τηρούν το κοινό Δίκαιο.

Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή

Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα είναι εγγυημένο για όλους. Το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο.

Η έννοια της ιδιωτικής ζωής είναι ένας ευρύς όρος χωρίς αυστηρό ορισμό, που καλύπτει, αλλά δεν περιορίζεται, στη σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα του ατόμου και πτυχές της ταυτότητας και προσωπικότητας ενός φυσικού προσώπου όπως προσδιορισμός του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού, το όνομα ή στοιχεία που αφορούν το δικαίωμα του ατόμου στην εικόνα του. Η φήμη ενός ατόμου είναι επίσης μέρος του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.

Η προστασία της ιδιωτικότητας επεκτείνεται και στο δικαίωμα να αναπτύσσουν ελεύθερα τα άτομα διαπροσωπικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Επιπλέον, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας, τον τόπο κατοικίας, την απόκτηση παιδιού εκτός γάμου, τις σεξουαλικές δραστηριότητες, εμπίπτουν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής.

Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή σημαίνει ότι ο καθένας, δηλ. ιδιώτες και δημόσια πρόσωπα, έχουν το δικαίωμα να ζουν ιδιωτικά, μακριά από ανεπιθύμητη προσοχή (με ορισμένες εξαιρέσεις).

Ως αρχή, μια δημοσίευση που αφορά αυστηρά σε προσωπικά ζητήματα παραβιάζει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, εκτός αν υπάρχει συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου ή η δημοσίευση θεωρείται αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον. Οι αποφάσεις πάνω στο τι θεωρείται ότι είναι ιδιωτικό θέμα και τι εμπίπτει στη δημόσια σφαίρα, λαμβάνονται από τους ίδιους τους δημοσιογράφους, κατά περίπτωση.

Όσο πιο προσωπική είναι η πτυχή της ιδιωτικής ζωής που αποκαλύπτεται, τόσο πιο σοβαρή και αυστηρή πρέπει να είναι η αιτιολόγηση.

Η συγκατάθεση ως προϋπόθεση δημοσιογραφικής επεξεργασίας

Η συγκατάθεση είναι ένα σημαντικό στοιχείο για τον καθορισμό του εάν μια δημοσίευση για μια λεπτομέρεια από την ιδιωτική ζωή κάποιου, συγκρούεται με το δικαίωμα του ιδίου στην ιδιωτική ζωή.

Πληροφορίες από την ιδιωτική ζωή μπορούν να δημοσιεύονται χωρίς τη συγκατάθεση, αν υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή εάν η αποκάλυψη των πληροφοριών δικαιολογείται από το δημόσιο συμφέρον ή γενικό ενδιαφέρον, τα οποία θεωρούνται ότι υπερισχύουν του σκεπτικού του ιδιωτικού απορρήτου του συγκεκριμένου ατόμου. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος συνιστά, επομένως, μια “εναλλακτική αιτιολογία” για τη δημοσίευση.

Σε οποιαδήποτε δημοσίευση χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, ο κανόνας είναι: όσο πιο ιδιωτικό το θέμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η έκκληση για προσοχή και ισχυρή αιτιολόγηση του δημοσίου συμφέροντος.


Προϋπόθεση το Δημόσιο συμφέρον

Το δημόσιο συμφέρον σχετίζεται με τα θέματα που αφορούν και ενδιαφέρουν δικαιωματικά το κοινό (με νόμιμο τρόπο), στα θέματα που προσελκύουν την προσοχή του ή σε σημαντικά ζητήματα που αφορούν τη δημόσια ζωή.

Τέτοιας φύσης ζητήματα εντοπίζονται (αλλά δεν περιορίζονται), σε περιπτώσεις κοινού ενδιαφέροντος όπως κατάχρηση δημοσίων χώρων, αρχών, εξουσίας, χρημάτων, προστασία της δημόσιας υγείας, δημόσιας ασφάλειας, εθνικής ασφάλειας, εγκληματικότητας και κοινωνικής συμπεριφοράς, προστασίας του περιβάλλοντος και πολιτικο- κοινωνικο-οικονομικών θεμάτων.

Οι δημοσιογράφοι μπορούν να δημοσιεύουν προσωπικές πληροφορίες όταν αυτό εξυπηρετεί μεγαλύτερη αξία και χρησιμοποιείται για να συζητηθεί ένα θέμα για το δημόσιο συμφέρον (οι δημοσιευμένες προσωπικές πληροφορίες θα πρέπει να εξυπηρετούν κάποιο σημαντικό σκοπό). Η αξία των πληροφοριών είναι μεγαλύτερη για το συμφέρον του κοινού ή για το συμφέρον του ατόμου.

Οι δημοσιογράφοι μπορούν να αναδημοσιεύουν προσωπικές πληροφορίες που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί από τον ενδιαφερόμενο. Οι δημοσιογράφοι μπορούν επίσης να αναδημοσιεύουν πληροφορίες και φωτογραφίες ιδιωτών που είχαν αρχικά δημοσιευθεί με τη συγκατάθεσή τους, εφόσον οι πληροφορίες σχετίζονται με θέμα δημοσίου συμφέροντος.

Τα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ δεν είναι αναγκαίο να αφιερώνονται αποκλειστικά σε μια συζήτηση δημόσιου συμφέροντος για να συμβάλουν στη συζήτηση αυτή, καθώς μπορεί να αρκεί το συγκεκριμένο ρεπορτάζ να ασχολείται με τη συζήτηση που ενδιαφέρει ή να περιέχει ένα ή περισσότερα στοιχεία της.

Η απόφαση για το αν πρέπει να δημοσιευτούν προσωπικές πληροφορίες για ένα δημόσιο πρόσωπο ή κάποιον ιδιώτη πάντα εξαρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Οι δημοσιογράφοι είναι υπεύθυνοι να δράσουν κάθε φορά με βάση το δημόσιο συμφέρον, αφού σταθμίσουν τις απόψεις υπέρ και κατά της δημοσίευσης.

Κατά τον καθορισμό του δημοσίου συμφέροντος, έχει σημασία για τους δημοσιογράφους το εάν η είδηση είναι σε θέση να συμβάλλει σε μια γενικότερη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα και όχι απαραίτητα για το αν θα καταφέρουν να επιτύχουν πλήρως το στόχο αυτό.

Τα δημόσια πρόσωπα

Δημόσια πρόσωπα είναι τα πρόσωπα που κατέχουν δημόσια αξιώματα και/ή κάνουν χρήση δημόσιων πόρων. Γενικότερα, τα δημόσια πρόσωπα περιλαμβάνουν οποιονδήποτε έχει ρόλο στη δημόσια ζωή, ανεξάρτητα αν σχετίζεται ο ρόλος αυτός με την πολιτική, την οικονομία, τις τέχνες, την κοινωνική σφαίρα, τον αθλητισμό ή άλλο.

Τα δημόσια πρόσωπα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η θέση που κατέχουν στην κοινωνία – σε πολλές περιπτώσεις από επιλογή – συνεπάγεται αυτόματα αυξημένη πίεση στην ιδιωτική τους ζωή.

Για τον προσδιορισμό του κατά πόσον ένα πρόσωπο είναι δημόσιο πρόσωπο, αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσον το άτομο έχει εισέλθει στο δημόσιο χώρο, συμμετέχοντας σε μια δημόσια συζήτηση, με το να είναι ενεργό σε ένα τομέα που απασχολεί και ίσως ανησυχεί την κοινωνία ή σε μια δημόσια συζήτηση.

Τα Δημόσια πρόσωπα αναπόφευκτα και συνειδητά θέτουν τους εαυτούς τους ανοιχτούς σε έλεγχο και κριτική από δημοσιογράφους και το ευρύ κοινό. Το δικαίωμά τους να κρατήσουν την ιδιωτική τους ζωή, μακριά από τα μάτια του κοινού είναι, ως εκ τούτου, πιο περιορισμένο.

Η ελευθερία της έκφρασης θα δεχόταν ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα αν τα δημόσια πρόσωπα μπορούσαν να λογοκρίνουν τον Τύπο και τη δημόσια συζήτηση, στο όνομα της προστασίας της ιδιωτικότητας.

Κατά τη δημοσίευση θεμάτων που αφορούν σε ιδιωτικές πτυχές της ζωής δημοσίων προσώπων, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στον ρόλο και τη λειτουργία του εν λόγω προσώπου καθώς και τη φύση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις ειδήσεις. Ανάλογα με το εάν πρόκειται για αξιωματούχο, ένα άτομο θα απολαύσει περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένο το δικαίωμα της ιδιωτικότητας.

Τα Δημόσια πρόσωπα με τη χαμηλότερη προσδοκία ιδιωτικότητας είναι οι πολιτικοί.

Ορισμένες κατ’ ιδίαν ενέργειες δημοσίων προσώπων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ιδιωτικές, λόγω των πιθανών μελλοντικών επιπτώσεών τους, αφού πρέπει να λάβουμε υπόψη το ρόλο που έπαιξαν τα πρόσωπα αυτά σε πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο αλλά και το ενδιαφέρον του κοινού για ενημέρωση. Για παράδειγμα, η σύλληψη γνωστού ηθοποιού της τηλεόρασης (που μπορεί να θεωρηθεί ως πρότυπο για τους νέους) για κατοχή και χρήση ναρκωτικών, ή άλλα αδικήματα που σοκάρουν την κοινή γνώμη, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος που αξίζει δημοσιογραφικής αναφοράς.

Οι δημοσιογράφοι σέβονται τις νόμιμες προσδοκίες των δημόσιων προσώπων στην ιδιωτικότητα, όταν ασκούν αμιγώς ιδιωτικές δραστηριότητες αν η δημοσίευση δε συμβάλλει σε ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος.


Ποιοι είναι Ιδιώτες

Ιδιώτες, που δεν έχουν συμμετοχή στη δημόσια σφαίρα, απολαμβάνουν εξ ορισμού μεγαλύτερη προστασία της ιδιωτικής τους ζωής. Ωστόσο, οι ενέργειές τους μπορούν να τους εντάξουν στη δημόσια σφαίρα, γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι δεν έχουν απόλυτη απαγόρευση δημοσιοποίησής τους, ακόμη και χωρίς τη συναίνεσή τους.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δημοσιογράφοι μπορούν να δημοσιεύσουν ακόμη και να κατονομάσουν ιδιώτες. Οι ιδιώτες που συμμετέχουν εθελοντικά σε αμφιλεγόμενες δραστηριότητες δεν μπορούν να περιμένουν απόλυτη προστασία της ιδιωτικής τους ζωής. Η επιλογή ενός ιδιώτη να συμμετάσχει σε μια άκρως αμφιλεγόμενη δραστηριότητα, έχει εισέλθει στο δημόσιο χώρο και, συνεπώς, είναι ανοιχτός για έλεγχο από τους δημοσιογράφους.

Οι δημοσιογράφοι δίνουν ιδιαίτερη προσοχή για τις ευρύτερες επιπτώσεις που μπορεί να συνεπάγεται η δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών, όπως περιθωριοποίηση και ο αποκλεισμός από την τοπική κοινότητα.

Πλαίσιο για τη στάθμιση

  • Συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος. Η κύρια πτυχή που ένας δημοσιογράφος λαμβάνει υπόψη όταν αποφασίζει να αποκαλύψει πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή ενός προσώπου, είναι το κατά πόσον το ρεπορτάζ μπορεί να συμβάλει σε μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος. Η συμβολή σε μια συζήτηση γενικού συμφέροντος καθορίζει το στόχο του “δημοσίου συμφέροντος”.
  • Ο ρόλος του ενδιαφερόμενου και το υποκείμενο της αναφοράς. Ένας ιδιώτης άγνωστος στο κοινό μπορεί να διεκδικήσει ιδιαίτερη προστασία του δικαιώματός του/της στην ιδιωτική ζωή, όμως δεν ισχύει το ίδιο και για τα δημόσια πρόσωπα, ιδιαίτερα όσον αφορά πολιτικά πρόσωπα.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι δε θέτουν τους εαυτούς τους εν πλήρει συνειδήσει σε λεπτομερή εξέταση κάθε λόγου και έργου τους στο βαθμό που το κάνουν οι πολιτικοί. Ως εκ τούτου οι δημοσιογράφοι δεν τους αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο, όπως τους πολιτικούς, όταν πρόκειται για κριτική των πράξεών τους.

Οι δημοσιογράφοι ασκούν τα καθήκοντά τους με ιδιαίτερη προσοχή κατά την αναφορά τους σε ευάλωτες ομάδες ή ομάδες που έχουν ειδικές ανάγκες. Για παράδειγμα, τα παιδιά και οι νέοι προστατεύονται λόγω της εγγενούς ευπάθειας που έχει η ηλικία τους, κάτι που ισχύει και στο πλαίσιο της κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης.

Κατά τη διεξαγωγή δημοσιογραφικής έρευνας μεταξύ των ατόμων που χρήζουν προστασίας, τηρείται αυτοσυγκράτηση, ειδικά όσον αφορά τα άτομα που δεν είναι σε πλήρη νοητική ή σωματική ικανότητα ή που έχουν εκτεθεί σε μια ακραία συναισθηματική κατάσταση.


Προηγούμενη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου

Το να έχει δώσει συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους στο παρελθόν, το να είναι παρών στα μέσα ενημέρωσης με άλλη μορφή, ακόμα και το να έχει συνεργαστεί με τον Τύπο σε προηγούμενες περιπτώσεις, δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για να στερηθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Η εκούσια αποκάλυψη πληροφοριών από ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί, ωστόσο, να αποδυναμώσει τον βαθμό προστασίας που δικαιούται το άτομο αυτό.


Η μέθοδος άντλησης πληροφοριών και η ειλικρίνειά της

Οι δημοσιογράφοι ενεργούν με καλή πίστη και οι αρμοδιότητές τους περιλαμβάνουν την παράθεση γεγονότων με πιστότητα και ακριβείς πληροφορίες σύμφωνα με την ηθική της δημοσιογραφίας. Σε περιπτώσεις θανάτων που ενέχουν ψυχικό τραύμα, η θλίψη της οικογένειας του θύματος καθοδηγεί τους δημοσιογράφους να δείξουν σύνεση και προσοχή.

Οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν θεμιτά μέσα για να λάβουν πληροφορίες και δείχνουν σεβασμό στο εμπλεκόμενο άτομο.

Η ακρίβεια των πληροφοριών που μεταδίδονται αποτελεί θεμελιώδη αρχή για την προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.

Το περιεχόμενο, η μορφή και οι συνέπειες των δημοσιεύσεων

Οι δημοσιογράφοι εξετάζουν το μέσο της δημοσίευσης και τον τρόπο με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος παρουσιάζεται σε αυτό (τα οπτικοακουστικά και ηλεκτρονικά μέσα έχουν συχνά πολύ πιο άμεση και ισχυρή επίδραση από τα έντυπα μέσα). Λαμβάνουν ιδιαίτερη μέριμνα όταν τα δημόσια πρόσωπα παρουσιάζονται με αρνητικό τρόπο, δεδομένου ότι αυτό είναι πιθανότερο να οδηγήσει σε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Ωστόσο, η έννοια της ελευθερίας της έκφρασης προστατεύει όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τη μορφή και το ύφος της έκφρασης. Παραδείγματος χάριν, οι σατιρικές περιγραφές.

Κατά τη δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών, οι δημοσιογράφοι δίνουν προσοχή, πριν από τη μετάδοση, στον δυνητικό αντίκτυπο των πληροφοριών στη ζωή των ανθρώπων.

Ειδικά θέματα – Οικογένεια, κατοικία, περιουσία

Τα μέλη της οικογένειας, οι συγγενείς και οι φίλοι των δημόσιων προσώπων, που δεν είναι δημόσια πρόσωπα, απολαμβάνουν έναν υψηλότερο βαθμό ιδιωτικότητας, αν και υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι δημοσιογράφοι επιτρέπεται να αναφέρονται σε αυτά.

Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα σε μια πραγματική φυσική περιοχή, αλλά και την απερίσπαστη απόλαυση της εν λόγω περιοχής. Η διεύθυνση κατοικίας ενός ατόμου εμπίπτει στα προσωπικά δεδομένα. Ως εκ τούτου, προστατεύεται και δεν τίθεται στη διάθεση του κοινού από τους δημοσιογράφους.

Σωματική και ηθική ακεραιότητα

Οι δημοσιογράφοι δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα δεδομένα υγείας και τις ιατρικές πληροφορίες, διότι είναι θεμελιώδους σημασίας για το σεβασμό του δικαιώματος του ατόμου στην ιδιωτικότητα.

Ο δημοσιογράφος δε μπορεί να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση ιδιωτικών, ιδιαίτερα στενών, σχέσεων των δημόσιων προσώπων εάν αυτή δεν συμβάλλει σε μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος. Οι δημοσιογράφοι αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας των πολιτικών, όταν αυτές μπορεί να τους εμποδίσουν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αλλά η ίδια ελευθερία δεν ισχύει για άσκοπες αναφορές για την οικογενειακή τους κατάσταση.

 

Το δικαίωμα και η εξαίρεση για την επεξεργασία δεδομένων εικόνας

Η δημόσια εικόνα ενός ατόμου αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, καθώς αποκαλύπτει τα μοναδικά χαρακτηριστικά του ατόμου και διακρίνει αυτό το άτομο από τα άλλα. Είναι ένα ουσιαστικό συστατικό της προσωπικής του ανάπτυξης και ο καθένας έχει το δικαίωμα να ελέγχει τη χρήση της δικής του δημόσιας εικόνας. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημοσίευση μιας φωτογραφίας γενικά αποτελεί μια πιο ουσιαστική παρέμβαση στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή από ότι η απλή δημοσιοποίηση του ονόματος ενός ατόμου.

Τα άτομα έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν τη δημοσίευση της φωτογραφίας τους και να αντιταχθούν στην καταγραφή, τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της εικόνας από κάποιο άλλο πρόσωπο.

Οι δημοσιογράφοι είτε εξασφαλίζουν την συγκατάθεση του ενδιαφερομένου κατά τη στιγμή της λήψης της φωτογραφίας, είτε εκτιμήσουν ότι οι εικόνες αυτές συμβάλλουν σε συζήτηση δημόσιου συμφέροντος. Το δεύτερο ισχύει για τα δημόσια πρόσωπα και τους ιδιώτες που προηγουμένως είχαν εισέλθει με πράξεις τους στη δημόσια σφαίρα.

Ειδικές περιπτώσεις φωτογράφησης και κινηματογράφησης

Οι δημοσιογράφοι είναι ευαίσθητοι όταν δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με άτομα που πλήττονται από την τραγωδία του πένθους, δεδομένου ότι η δημοσίευση τέτοιων πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των πληγέντων.

CCTV

Οι δημοσιογράφοι απέχουν από τη δημοσίευση πλάνων που λαμβάνονται από κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (CCTV) που προβάλλουν ιδιώτες χωρίς συγκάλυψη των εικόνων, εκτός εάν η πληροφορία αυτή συμβάλλει σε μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος.

Κρυφές κάμερες

Οι ερευνητές- δημοσιογράφοι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν κρυφές

Οι κάμερες για την καταγραφή συνεντεύξεων με μη δημόσια πρόσωπα μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η χρήση κρυφών καμερών επιτρέπεται όταν α) το θέμα συμβάλλει στη δημόσια συζήτηση, β) η αναφορά δεν επικεντρώνεται στο άτομο προσωπικά, αλλά σε μία από τις επαγγελματικές πτυχές του, γ) το πρόσωπο και φωνή του προσώπου είναι προστατευμένα και δ) η συνέντευξη δεν διεξάγεται σε συνήθεις εργασιακές εγκαταστάσεις.

διασημότητα ή οι ενέργειες ενός ατόμου δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παρενόχληση ή τη δημοσίευση φωτογραφιών [ή πληροφοριών] που εξασφαλίζονται μέσω δόλιων ή μυστικών πράξεων ή γνωστοποιήσεις που απεικονίζουν λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του ατόμου και αντιπροσωπεύουν εισβολή στην ιδιωτικότητά τους.


Τα παιδιά

Οι δημοσιογράφοι αποφεύγουν να δημοσιεύουν φωτογραφίες παιδιών ακόμη και τέκνα δημόσιων προσώπων, εάν μια τέτοια πληροφορία δεν συμβάλλει σε συζήτηση δημόσιου συμφέροντος.

Αλληλογραφία

Η δημοσίευση αλληλογραφίας χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων παραβιάζει την ιδιωτικότητα των προσώπων. Η εξαίρεση αφορά σε περιπτώσεις που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η δημοσίευση συνέβαλε κατά προφανή τρόπο σε μια συζήτηση γενικού συμφέροντος της κοινωνίας.

Αναφορά σε εγκλήματα

Κατά τη δημοσιοποίηση υποθέσεων σχετικών με εγκλήματα, οι δημοσιογράφοι δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στο κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος είναι γνωστός στο κοινό. Το γεγονός και μόνο ότι ένα πρόσωπο υπόκειται σε ποινική έρευνα, ακόμη και για ένα πολύ σοβαρό αδίκημα, δεν δικαιολογεί την αντιμετώπισή του με τον ίδιο τρόπο με ένα δημόσιο πρόσωπο, που είναι περισσότερο εκτεθειμένο στη δημοσιότητα.

Το κοινό έχει έννομο συμφέρον να ενημερώνεται για εγκλήματα, διαδικασίες έρευνας και δίκες. Ενώ ο στόχος της δημοσιοποίησης εγκλημάτων είναι να ενημερώνεται το κοινό, ο δημοσιογράφος τα εκθέτει καλόπιστα, αποφεύγοντας να δημοσιεύσει αβάσιμες και ανεπιβεβαίωτες κατηγορίες.

Ειδικότερα, οι δημοσιογράφοι δεν παρουσιάζουν ένα πρόσωπο ως ένοχο έως ότου η καταδίκη του έχει ανακοινωθεί από το δικαστήριο. Γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ υποψίας και καταδίκης. Μπορούν να προσδιορίσουν αν ένα πρόσωπο έχει δηλώσει ένοχος ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ομολογία ενοχής δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως αποδεδειγμένη ενοχή.


Το δικαίωμα των ανήλικων θυμάτων να προστατεύουν την ταυτότητά τους 

Το παιδί δεν είναι δημόσιο πρόσωπο και δεν θεωρείται ότι έχει εισέλθει στη δημόσια σφαίρα με το να γίνει θύμα αξιόποινης πράξης, που προσέλκυσε ιδιαίτερη προσοχή του κοινού.


Ύποπτα πρόσωπα για μεγάλα κοινωνικά εγκλήματα

Οι δημοσιογράφοι επιτρέπεται κατ’ αρχήν να δημοσιεύουν φωτογραφίες δημοσίων προσώπων υπό έρευνα, π.χ. σε περίπτωση υποψίας φοροδιαφυγής μεγάλης κλίμακας.

Είναι πολύ πιο προσεκτικοί όταν πρόκειται για ιδιώτες και λιγότερο γνωστά άτομα.

Δημοσίευση κοινότυπων πτυχών των κατηγορουμένων

Οι δημοσιογράφοι δε μπορούν, με χρήση κοινότυπων πτυχών της προσωπικότητας, να παρουσιάζουν μια άκρως αρνητική εικόνα ενός κατηγορουμένου, υιοθετώντας έναν οιωνοί χλευαστικό τόνο.


Άτομα υπό κατηγορία και καταδίκη

Συχνά καλύπτονται σε ρεπορτάζ με εικόνα άτομα που συνελήφθησαν για διάφορα σοβαρά αδικήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η κάλυψη γίνεται με την ανοχή αν όχι την παρότρυνση των διωκτικών αρχών. Αυτά τα πλάνα και οι εικόνες παραβιάζουν το δικαίωμα του συλληφθέντος στην ιδιωτική ζωή. Οι διωκτικές αρχές και ο εισαγγελέας μπορεί να διαθέτουν σχετικό υλικό για να αναγνωριστούν και από άλλα θύματα οι εν λόγω συλληφθέντες. Οι δημοσιογράφοι σταθμίζουν τη δημοσίευση και τα Μέσα έχουν τρόπο να διαγράφουν αυτές τις δημοσιεύσεις όταν οι αρχές θέτουν χρονικό περιορισμό στη δημοσίευση.

Συχνά, οι δημόσιες αρχές, ιδίως τα όργανα επιβολής του νόμου, δίνουν στη δημοσιότητα φωτογραφίες καταζητούμενων, συλληφθέντων ή απελευθερωμένων ατόμων με αναστολή. Καταρχήν, οι δημοσιογράφοι επιτρέπεται να αναδημοσιεύουν τέτοιες εικόνες. Σε όλες τις περιπτώσεις οι δημοσιογράφοι σταθμίζουν με βάση τη δεοντολογία και τους νόμους στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος και του δικαιώματος του κοινού να γνωρίζει πτυχές υποθέσεων γενικού ενδιαφέροντος.

Συνηθίζεται να φωτογραφίζονται άτομα που μόλις έχουν καταδικαστεί για βαριά αδικήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις εξετάζεται εάν η κάλυψη είναι ιδιαίτερα παρεμβατική όταν το άτομο είναι σε συναισθηματική φόρτιση και σε μεγάλο stress.

Κώδικες Δεοντολογίας και αυτορρυθμιστικά Πλαίσια

Κώδικες δεοντολογίας και αυτορρυθμιστικοί φορείς ή ενδιάμεσοι μηχανισμοί που περιλαμβάνουν εκδότες, δημοσιογράφους, Ενώσεις Μέσων Ενημέρωσης, εμπειρογνώμονες από τον ακαδημαϊκό κόσμο και δικαστές είναι κρίσιμα στοιχεία που συμβάλλουν στην ισόρροπη και ηθική πρακτική της δημοσιογραφίας. Η ύπαρξη κώδικα ηθικής, πολιτικής διορθώσεων, υπευθύνων δεοντολογίας, δημόσιων συντακτών, υπευθύνων ιδιωτικότητας, συμβουλίων τύπου, εμπειρογνωμόνων και νομικών, συμβάλουν στη στάθμιση και την ορθή δημοσιογραφική επεξεργασία.

Γενικά, οι δημοσιογράφοι ενθαρρύνονται να τηρούν αυτά τα εργαλεία αυτορρύθμισης.

Αρχές προστασίας δεδομένων – Δικαιώματα των υποκειμένων

α. Η νομοθεσία προβλέπει πλήρη απαλλαγή όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επεξεργάζονται τα προσωπικά δεδομένα για τις δημοσιογραφικές και συντακτικές δραστηριότητές τους.

Ταυτόχρονα, τα μέσα ενημέρωσης συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους νόμους και Κανονισμούς καθώς και σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, για να εξασφαλίσουν την ιδιωτική ζωή των ατόμων.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Σύμβασης 108, μπορούν να επιτρέπονται παρεκκλίσεις από βασικές αρχές προστασίας δεδομένων, για να εξασφαλίζεται η ελευθερία της έκφρασης, μόνο όταν οι παρεκκλίσεις αυτές προβλέπονται από το δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους της Σύμβασης 108 και συνιστούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία, προς στο συμφέρον της προστασίας του Υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.

Οι δημοσιογράφοι αξιολογούν, κατά περίπτωση, εάν τους επιτρέπεται να παρεκκλίνουν από τις βασικές αρχές προστασίας δεδομένων σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

Ως εκ τούτου, οι βασικές αρχές για την προστασία των δεδομένων μπορούν σε κάποιο βαθμό να εφαρμόζονται και στα μέσα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τις δημοσιογραφικές δραστηριότητες.

Στο πλαίσιο του GDPR, τα δικαιώματα των ατόμων ενισχύονται ακόμη περισσότερο και τα άτομα λαμβάνουν πληρέστερη ενημέρωση κατά τη συλλογή και έχουν το δικαίωμα να διαγραφούν οι πληροφορίες τους («δικαίωμα λήθης»), ή να λάβουν αντίγραφα των προσωπικών δεδομένων τους κλπ.

β. γενικά, και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του εθνικού δικαίου, τα άτομα έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα δεδομένα που αποθηκεύονται από το υπεύθυνο επεξεργασίας του Μέσου ενημέρωσης.

Η αίτηση αυτή μπορεί να απορριφθεί εάν η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα θίξει τις δημοσιογραφικές δραστηριότητες (αποκάλυψη των πηγών, μιας διεξαγωγής έρευνας, κλπ.), θα παραβιάζει τα δικαιώματα τρίτων ή θα επηρεάζει με δυσανάλογο τρόπο την ελευθερία της έκφρασης.

γ. δημοσιευμένα νέα ή ισχυρισμοί, οι οποίοι στη συνέχεια αποδεδειγμένα είναι εσφαλμένοι, διορθώνονται αμέσως με τον κατάλληλο τρόπο. Υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική διορθώσεων.

δ. τα προσωπικά δεδομένα που συγκεντρώνονται κατά παράβαση των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων αποκλείονται εξ αρχής και διαγράφονται.

ε. κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε περίπτωση παραβίασης του δικαιώματός του για προστασία δεδομένων, αφού έχει ενημερωθεί σχετικά με τα δικαιώματά του.

Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είναι σε θέση να απευθύνουν τις καταγγελίες τους απευθείας στον υπεύθυνο επεξεργασίας, στον DPO και τελικά στην αρχή προστασίας δεδομένων ή στα δικαστήρια.

Μέτρα ασφαλείας

Λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι αποθηκευμένα σε αυτοματοποιημένα αρχεία δεδομένων από τυχαία ή μη εξουσιοδοτημένη καταστροφή ή τυχαία απώλεια, καθώς και από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, αλλοίωση ή διάδοση.

Κάθε υπάλληλος του υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων και του επεξεργαστή δεδομένων, υποχρεούται να παραμείνει εντός του πεδίου εφαρμογής των εξουσιών που του έχουν χορηγηθεί. Επιπλέον, υποχρεούται να προστατεύει το απόρρητο των δεδομένων, μεταξύ άλλων και μετά τη λήξη της θητείας του.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα και εύλογα τεχνικά μέτρα για την ασφαλή αποθήκευση των προσωπικών δεδομένων και εμποδίζουν να κλαπούν εσκεμμένα ή από αμέλεια , να χαθούν ή να γίνει κακή χρήση τους. Τα κατάλληλα αυτά μέτρα προστατεύουν τις συσκευές (ισχυρή πολιτική κωδικού πρόσβασης, login έλεγχοι, κρυπτογράφηση, κατάλληλο backup, antivirus και firewall και άλλα) που χρησιμοποιούνται εντός και εκτός του οργανισμού (USB, smartphones, φορητοί υπολογιστές, κλπ.).

Υιοθετήθηκαν οργανωτικά και φυσικά μέτρα και πολιτικές ασφαλείας (κλειδαριές, συναγερμοί, περιορισμένη πρόσβαση στις εγκαταστάσεις κλπ.).

Θεσπίστηκαν διαχειριστικά και οργανωτικά μέτρα για τη ρύθμιση των σχέσεων με τους επεξεργαστές και τους υπεργολάβους τους, για τον καθορισμό περιορισμένου αριθμού προσώπων που θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα και να οργανώνουν αυστηρό διαχωρισμό των δημοσιογραφικών και των μη συντακτικών δραστηριοτήτων.


Επεξεργασία μη δημοσιογραφικού περιεχομένου

α. Οι αρχές για την προστασία των δεδομένων εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που δεν αφορά την αρθρογραφία.

 

β. τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται για μη συντακτικούς σκοπούς υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο εάν υπάρχει νόμιμος λόγος για την επεξεργασία. Οι αρχές της προστασίας των δεδομένων τηρούνται ανά πάσα στιγμή.

  • τα δεδομένα υποβάλλονται σε δίκαιη και νόμιμη επεξεργασία, χωρίς να θίγεται η αξιοπρέπεια του υποκειμένου των δεδομένων
  • τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για συγκεκριμένους, σαφώς καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς
  • τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο στο βαθμό που αυτή απαιτείται για την επίτευξη του εκάστοτε θεμιτού σκοπού. Τα δεδομένα είναι επαρκή, συναφή και αναλογικά προς το σκοπό για τον οποίο υποβάλλονται σε επεξεργασία
  • τα δεδομένα είναι έγκυρα, ακριβή και ενημερωμένα. Τα δεδομένα που συλλέγονται χωρίς νομική αιτιολογία και άσχετα με τον σκοπό της επεξεργασίας διαγράφονται ή να καταστρέφονται
  • τα δεδομένα διατηρούνται μόνο για την περίοδο που απαιτείται για την επίτευξη του σκοπού της επεξεργασίας των δεδομένων.

 

Πρακτικές για τη διασφάλιση και την απόδειξη συμμόρφωσης

  • διορισμός υπευθύνου προστασίας δεδομένων
  • δημιουργία αρχείου δραστηριοτήτων επεξεργασίας
  • σύνταξη πολιτικής προστασίας προσωπικών δεδομένων
  • εσωτερικές διαδικασίες για την εξέταση των επιπτώσεων της προστασίας των δεδομένων σε καίρια στάδια μιας δημοσιογραφικής δραστηριότητας και για την υιοθέτηση ταχείας λήψης αποφάσεων σε περιπτώσεις δεοντολογικών δυσκολιών
  • εσωτερικές διαδικασίες για την καταγραφή των ειδοποιήσεων πληροφόρησης, για την αντιμετώπιση καταγγελιών ατόμων, για την προειδοποίηση της διαχείρισης του οργανισμού, για την επικοινωνία με την αρχή προστασίας δεδομένων, για την εξέταση περιπτώσεων παραβιάσεων της ασφάλειας κλπ.
  • εκπόνηση αξιολόγησης των επιπτώσεων της ιδιωτικής ζωής σε περίπτωση κινδύνου για τα άτομα (DPIA)
  • τακτικοί έλεγχοι για την επαλήθευση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης
  • ανασκόπηση των συμβάσεων και των σχέσεων με τους επεξεργαστές και τους υπεργολάβους τους
  • βασική προστασία των δεδομένων και εκπαίδευση των δημοσιογράφων και των μελών του προσωπικού
  • δράσεις ευαισθητοποίησης (σαφείς πληροφορίες για τα άτομα, αποκλειστική προστασία δεδομένων και σχετική ανάρτηση στην ιστοσελίδα ή στο intranet, κλπ.).

Οδηγός στάθμισης – Πρακτική καθοδήγηση

Συχνά οι δημοσιογράφοι πρέπει να παρεκκλίνουν από ορισμένες ή όλες τις πτυχές της προστασίας δεδομένων όταν δεν είναι βιώσιμη στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας βασιζόμενοι στην εξαίρεση δημοσίου συμφέροντος του ΓΚΠΔ.

Κατά γενικό κανόνα, οι δημοσιογράφοι συμμορφώνονται με τον GDPR επειδή είναι δίκαιοι, ανοιχτοί, ειλικρινείς, χειρίζονται τις πληροφορίες υπεύθυνα και δεν προκαλούν περιττή βλάβη στα υποκείμενα των δεδομένων.

Πότε ισχύει ο ΓΚΠΔ;

Το πεδίο εφαρμογής του GDPR είναι πολύ ευρύ. Ισχύει για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Σε γενικές γραμμές, αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε – συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης – πρέπει να συμμορφώνεται εάν χειρίζεται πληροφορίες σχετικά με τους ανθρώπους. Αυτό περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με υπαλλήλους, πελάτες, επαφές, πηγές ή άτομα για τα οποία ερευνούν ή γράφουν οι δημοσιογράφοι.

O GDPR καθορίζει ένα πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, τα οποία αποσκοπούν στην εξισορρόπηση του δικαιώματος ενός ατόμου στην προστασία της ιδιωτικής ζωής έναντι των νόμιμων αναγκών των άλλων να συλλέγουν και να χρησιμοποιούν τα στοιχεία των ανθρώπων (μεταξύ άλλων για τους σκοπούς της δημοσιογραφίας και της ελευθερίας της έκφρασης).

Η νομική ευθύνη συνήθως εμπίπτει στο Μέσο και όχι σε μεμονωμένους υπαλλήλους.

Κανονισμός 679/2016 αναμένει να συλλέξουμε πληροφορίες με δίκαιο τρόπο. Στην πράξη, αυτό σημαίνει:

  • αιτιολογούμε δημοσιογραφικά τη συλλογή των πληροφοριών,
  • όπου είναι εφικτό, δέον και πρακτικό, ενημερώνουμε το άτομο από το οποίο συλλέγουμε τις πληροφορίες και το άτομο για το οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες (εάν διαφέρουν), ποιος είμαστε και τι κάνουμε με τις πληροφορίες τους,
  • χρησιμοποιούμε μόνο τις πληροφορίες κάποιου, όπως θα περίμενε εύλογα.

Δεν είναι πάντα εφικτό ή δέον να ειδοποιούνται τα άτομα ότι τα ερευνούν οι δημοσιογράφοι. Η αιτιολόγηση αποδεικνύει ότι η αποκάλυψη μπορεί να υπονομεύει τη δημοσιογραφική δραστηριότητα. Χρησιμοποιούνται οι λιγότερο παρεμβατικές μέθοδοι συλλογής πληροφοριών αλλά πάντα το κριτήριο είναι το δημόσιο συμφέρον για να αιτιολογηθεί η χρήση μυστικών μεθόδων.

Για να διαπιστωθεί κατά πόσον η συγκεκαλυμμένη έρευνα δικαιολογείται προς το δημόσιο συμφέρον, σταθμίζουμε τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων στη δημοσιογραφική έρευνα έναντι των επιζήμιων επιπτώσεων που θα είχε η χρήση συγκεκαλυμμένων μεθόδων στην ιδιωτική ζωή των υποκειμένων των δεδομένων.

Ακόμη και αν η μυστική έρευνα μπορεί να δικαιολογηθεί, εξετάζεται εάν μπορούν οι δημοσιογράφοι να ενημερώσουν το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με τις πληροφορίες που συλλέγονται, μετά τη συγκέντρωσή τους.

Φροντίζουν οι δημοσιογράφοι για την κατάλληλη αιτιολόγηση δημόσιου συμφέροντος πριν συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με την υγεία, τη σεξουαλική ζωή, τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα, τις πεποιθήσεις ή τους ισχυρισμούς εγκληματικής δραστηριότητας κάποιου.

Εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, φροντίζουν να υπάρχει συγκεκριμένη προϋπόθεση δημοσίου συμφέροντος που επιτρέπει την αποκάλυψη.

Διατήρηση πληροφοριών

Σχετικά με έρευνα και υλικό υπόβαθρου, τα στοιχεία επικοινωνίας και η έρευνα ιστορικού είναι ένας ζωτικής σημασίας δημοσιογραφικός πόρος και είναι πιθανό να τα κρατήσουν οι δημοσιογράφοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή επ’ αόριστο, ακόμη και αν δεν υπάρχει συγκεκριμένη ιστορία στη χρονική στιγμή. Τις διασφαλίζουν και τις διατηρούν διορθωμένες με βάση τις πολιτικές προστασίας.

Ασφάλεια

Λαμβάνονται όλα εύλογα μέτρα για να σταματήσει η απώλεια, η κλοπή ή η κακή χρήση του υλικού με προσωπικά δεδομένα. Διατίθεται πολιτική ασφαλείας για έγγραφα, τηλέφωνα ή φορητούς υπολογιστές που περιέχουν προσωπικά δεδομένα. Όλο το προσωπικό γνωρίζει και ακολουθεί τις πολιτικές και τις διαδικασίες των οργανισμών.

Οι πληροφορίες κλειδώνονται, προστατεύονται με κωδικό πρόσβασης και κρυπτογραφούνται όπου είναι δυνατόν.

Οι πολιτικές και οι διαδικασίες ασφαλείας λαμβάνουν υπόψη τον χαρακτήρα της βιομηχανίας μέσων ενημέρωσης και όλους τους διαφορετικούς τύπους φορητών μέσων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καταγραφή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, φορητών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων, μηχανών υπαγόρευσης, tablet, φορητών υπολογιστών και flash μνήμης.

Δημοσίευμα

Ακόμη και όταν οι πληροφορίες έχουν αποκτηθεί και διατηρηθεί δίκαια, εξετάζονται ξεχωριστά ποιες πληροφορίες είναι δίκαιο να δημοσιευτούν. Αυτή η ερώτηση σημαίνει ότι καθορίζονται κάθε φορά το πόσα προσωπικά δεδομένα είναι απαραίτητα για τη δημοσίευση για την ορθή αναφορά της ιστορίας, ισορροπημένα σε σχέση με το επίπεδο εισβολής στη ζωή των υποκειμένων των δεδομένων και την πιθανή βλάβη που μπορεί να προκαλέσει αυτό.

Το δημόσιο συμφέρον για τη δημοσίευση εξετάζεται από κάποιον σε κατάλληλο επίπεδο ανάλογα με την ιστορία. Η στάθμιση από ανώτερους συντάκτες ή εμπειρογνώμονες όπως ο DPO είναι απαραίτητη για καθημερινές ιστορίες.

Η δημοσίευση είναι πιθανό είτε να είναι δίκαιη και να συμμορφώνεται με τον ΓΚΠΔ είτε να εμπίπτει στην εξαίρεση για τη δημοσιογραφία, εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι κάποιος σε κατάλληλο επίπεδο εξέτασε κατά πόσον το δημόσιο συμφέρον για δημοσίευση υπερέβαινε την ιδιωτική ζωή των πολιτών υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και μπορεί να αιτιολογήσει σωστά την άποψη αυτή όταν αμφισβητείται. Όταν τεκμηριώνεται το δημόσιο συμφέρον και δικαιολογείται η εξαίρεση από τον ΓΚΠΔ, μολονότι η δημοσίευση έχει προσωπικά δεδομένα που μπορεί όταν κοινοποιηθούν να βλάψουν τα υποκείμενα, χρειάζεται αποδεικτικό της στάθμισης. Αυτό είναι ένα ίχνος επικοινωνίας με ανώτερο ή εμπειρογνώμονα, όπως παραπάνω. Αναγνωρίζεται ότι το εγγενές δημόσιο συμφέρον στη δημοσιογραφία είναι πάντα σχετικό, ωστόσο δεν μπορεί από μόνο του να δικαιολογεί πάντα μια ιστορία.

Διαδικτυακά αρχεία

Η εξαίρεση για τη δημοσιογραφία μπορεί να ισχύει για τη διατήρηση και δημοσίευση ενός πλήρους διαδικτυακού αρχείου ειδήσεων. Όπου είναι δυνατόν, οι ιστορίες που αργότερα αποδειχθούν ανακριβείς ή άδικες συνδέονται με μεταγενέστερες διορθώσεις με βάση τον μηχανισμό και την εταιρική πολιτική διορθώσεων.

Ακρίβεια

Η ακρίβεια βρίσκεται στον πυρήνα της δουλειάς του δημοσιογράφου και στο επίκεντρο των επαγγελματικών κωδίκων πρακτικής της βιομηχανίας. Ο ΓΚΠΔ απαιτεί να καταγράφονται σωστά οι λεπτομέρειες και να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να ελέγχονται τα γεγονότα.

Επειδή είναι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να δημοσιεύονται σαφώς ανακριβείς ιστορίες ή να διατηρούνται σαφώς ανακριβείς πληροφορίες χωρίς να πραγματοποιούνται εύλογοι έλεγχοι, η εξαίρεση από αυτό μπορεί να είναι διαθέσιμη εάν μια ιστορία είναι επείγον να δημοσιευτεί προς το δημόσιο συμφέρον και η σύντομη προθεσμία καθιστά πολύ δύσκολο τον πλήρη έλεγχο της ακρίβειας.

Ωστόσο απαιτείται να αποδειχτεί ότι κάποιος σκέφτηκε κατάλληλα για το τι έλεγχοι θα μπορούσαν να είναι δυνατοί, αν η δημοσίευση θα μπορούσε να καθυστερήσει για περαιτέρω ελέγχους, τη φύση του δημόσιου συμφέροντος που διακυβεύεται και ότι, ως εκ τούτου, η απόφαση δημοσίευσης ήταν εύλογη.

Αιτήματα πρόσβασης υποκειμένου

Το Μέσο ανταποκρίνεται στα αιτήματα πρόσβασης από τα υποκείμενα εκτός εάν είναι δυσανάλογα. Σε αυτή την περίπτωση παρατείνεται ο χρόνος ικανοποίησης ή απαιτείται ένα λογικό αντίτιμο από τα υποκείμενα. Σε περίπτωση που το αίτημα εμποδίζει τη δημοσίευση, τη δημοσιογραφική έρευνα ή επιδιώκει την αποκάλυψη ανώνυμης πηγής, μπορεί το Μέσο να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης.

Ως απόδειξη της θετικής προσέγγισης στην προστασία των δεδομένων ακολουθούνται οι πρακτικές:

  1. εκπαίδευση

Εκπαιδεύεται το προσωπικό για την προστασία δεδομένων. Οι δημοσιογράφοι εκπαιδεύονται να αναγνωρίζουν σημαντικά ζητήματα προστασίας των δεδομένων και να εγείρουν τις ανησυχίες τους στον DPO.

2. καθοδήγηση

Η προστασία των δεδομένων ενσωματώνεται σε κάθε γενική καθοδήγηση σχετικά με τη συμμόρφωση ή τα πρότυπα. Διατίθεται ειδική σελίδα προστασίας δεδομένων στο προσωπικό του οργανισμού με συγκεκριμένες οδηγίες, πολιτικές και διαδικασίες προστασίας δεδομένων και με ποιον να επικοινωνήσει ένας ενδιαφερόμενος για περαιτέρω συμβουλές.

3. Εμπειρογνώμονες για την προστασία των δεδομένων

Υπάρχουν στελέχη προστασίας δεδομένων εντός του οργανισμού που μπορούν να παρέχουν λεπτομερείς συμβουλές κατά περίπτωση όταν απαιτείται. Πρόκειται για τον DPO και κάθε στέλεχος στην Υπηρεσία Προστασίας Δεδομένων.

4. Εταιρική διακυβέρνηση

Η προστασία των δεδομένων ενσωματώνεται στις υφιστάμενες δημοσιογραφικές ή συντακτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων αντί να θεωρείται πρόσθετο στοιχείο. Υπάρχει ένα ανώτερο διοικητικό στέλεχος με συνολική ευθύνη για τη συμμόρφωση με την προστασία των δεδομένων. Αυτός είναι ο επικεφαλής του Οργανισμού και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

Τεχνική καθοδήγηση

Κανένα από αυτά τα δικαιώματα – η ιδιωτικότητα ή η ελευθερία της έκφρασης – δεν είναι απόλυτο.

Η αναλογικότητα είναι το βασικό ζήτημα. Τόσο η ιδιωτική ζωή όσο και η ελευθερία της έκφρασης έχουν ιδιαίτερη σημασία σε μια δημοκρατική κοινωνία και έχουν το ίδιο καθεστώς. Μια δίκαιη ισορροπία πρέπει να επιτευχθεί εάν συγκρούονται. Η ισορροπία βρίσκεται σε κάθε περίπτωση και εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.

Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα.

Η ελευθερία της έκφρασης στο νόμο περί προστασίας δεδομένων αυξήθηκε από ανησυχίες σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής, αλλά αφορά επίσης τη διασφάλιση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Στόχος της δεν είναι να διασφαλίσει την ιδιωτική ζωή με κάθε κόστος, αλλά να επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ιδιωτικής ζωής και των ευρύτερων συμφερόντων της κοινωνίας.

Ειδικότερα, η ισορροπία με την ελευθερία της έκφρασης αναγνωρίζεται ρητά στο άρθρο 9 της ευρωπαϊκής οδηγίας 95/46/ΕΚ και ακολούθως στον ΓΚΠΔ 679: Αυτή είναι η βάση για την εξαίρεση από την προστασία της δημοσιογραφίας, και αποσκοπεί ειδικά στην προστασία της ελευθερίας της έκφρασης.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, δεν παρέχει αυτόματη γενική εξαίρεση σε κάθε περίπτωση. Προορίζεται να εφαρμόζεται μόνο όπου είναι απαραίτητο για την επίτευξη μιας δίκαιης ισορροπίας – αλλά εξακολουθεί να είναι μία από τις ευρύτερες διαθέσιμες εξαιρέσεις.

Αναγνωρίζεται ότι η στάθμιση μεταξύ της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης αντικατοπτρίζεται ήδη στους κώδικες πρακτικής του κλάδου.

Παράγοντες υποβοήθησης της εξασφάλισης μιας δίκαιης στάθμισης – συμπεριλαμβανομένων των τεστ δημόσιου συμφέροντος και των ορισμών για τη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια και την ακρίβεια – βρίσκονται σε όλους αυτούς τους κώδικες. Ως εκ τούτου, η συμμόρφωση με τους κώδικες του κλάδου, συμβάλει σε μεγάλο βαθμό για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τον ΓΚΠΔ.

Εξαιρέσεις

Οι αρχές επεξεργασίας έχουν σχεδιαστεί για να είναι αρκετά ευέλικτες ώστε να καλύπτουν τις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες ειδικές εξαιρέσεις για την αντιμετώπιση αυτών των ειδικών περιπτώσεων. Για παράδειγμα, υπάρχουν εξαιρέσεις για την προστασία:

  • εθνική ασφάλεια
  • δημόσια μητρώα
  • ποινικές έρευνες
  • γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από το νόμο
  • ρυθμιστικές λειτουργίες
  • νομικές συμβουλές και διαδικασίες
  • εμπιστευτικές αναφορές
  • δημοσιογραφία
  • σχεδιασμός διαχείρισης
  • έρευνα
  • διαπραγματεύσεις
  • εσωτερικούς σκοπούς

Οι λεπτομέρειες των εξαιρέσεων μπορεί να είναι περίπλοκες και λειτουργούν με διαφορετικούς τρόπους. Με άλλα λόγια, πρέπει εξετάζεται κάθε υπόθεση με βάση τα δικά της πλεονεκτήματα και δεν βασίζονται οι δημοσιογράφοι σε μια γενική πολιτική.

Οι περισσότερες εξαιρέσεις τους απαλλάσσουν μόνο από ορισμένες από τις διατάξεις (συνήθως, για να τους επιτρέψουν να χρησιμοποιούν πληροφορίες χωρίς να το γνωρίζει το υποκείμενο των δεδομένων ή να επιτρέψουν να τις αποκαλύψουν σε τρίτους), αλλά η εξαίρεση για τη δημοσιογραφία είναι μία από τις ευρύτερες εξαιρέσεις και μπορεί να τους απαλλάξει από πολλές από τις διατάξεις του ΓΚΠΔ. Ωστόσο, λειτουργεί μόνο κατά περίπτωση και δεν παρέχει γενική εξαίρεση από τη συμμόρφωση.


Η δημοσιογραφική εξαίρεση:

Προϋποθέτει Κώδικες Δεοντολογίας, επίγνωση του ΓΚΠΔ679, του Ν4624/19 και κατάλληλη τήρηση αρχείων για ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες αποφάσεις. Ο Κανονισμός ορίζει την εξαίρεση για τη δημοσιογραφία. Σκοπός του είναι η διασφάλιση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Καλύπτει τους «ειδικούς σκοπούς» της δημοσιογραφίας.

Το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης είναι πολύ ευρύ. Δίνει στα μέσα ενημέρωσης ένα σημαντικό περιθώριο να αποφασίσουν τα ίδια τι είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Υπό αυτό το δεδομένο, ο Οργανισμός είναι σε θέση να αιτιολογεί τις ενέργειες των δημοσιογράφων προς το δημόσιο συμφέρον και επί της ουσίας κάθε υπόθεσης.

Ακόμα και αν η δημοσίευση είναι σαφώς προς το δημόσιο συμφέρον, αυτό εξακολουθεί να μην σημαίνει ότι αγνοείται εντελώς ο ΓΚΠΔ.

Η εξαίρεση αναλύεται σε τέσσερα στοιχεία:
(1) τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για δημοσιογραφία,
(2) με σκοπό τη δημοσίευση κάποιου υλικού,
(3) με εύλογη πεποίθηση ότι η δημοσίευση είναι προς το δημόσιο συμφέρον και
(4) με εύλογη πεποίθηση ότι η συμμόρφωση με το αυστηρό πνεύμα του ΓΚΠΔ είναι ασυμβίβαστη με τη δημοσιογραφία.

Η εστίαση θα είναι συνήθως στα στοιχεία τρία και τέσσερα. Στην ουσία, θα πρέπει να υπάρχει εύλογο επιχείρημα ότι το δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί την παραβίαση της νομοθεσίας.

Εάν η μέθοδος έρευνας ή οι λεπτομέρειες που πρόκειται να δημοσιευθούν είναι ιδιαίτερα ενοχλητικές ή επιζήμιες για ένα άτομο, θα απαιτηθεί ισχυρότερο και πιο συγκεκριμένο επιχείρημα δημόσιου συμφέροντος για να δικαιολογηθεί αυτό, πέρα από το γενικό δημόσιο συμφέρον για την ελευθερία της έκφρασης.

Πρακτικές

  • Οι δημοσιογράφοι έχουν σαφείς πολιτικές σχετικά με το τι χρειάζεται συντακτική έγκριση,
  • Παρέχεται σε όλο το προσωπικό κάποια βασική εκπαίδευση ευαισθητοποίησης για την προστασία των δεδομένων,
  • Το μέσο έχει ενσωματωμένο έλεγχο δημόσιου συμφέροντος σε βασικά στάδια μιας ιστορίας,
  • Εξετάζονται οι επιπτώσεις στην προστασία των δεδομένων σε βασικά στάδια μιας ιστορίας και
  • Διατηρείται μια διαδρομή ελέγχου για ασυνήθιστα υψηλού προφίλ ή ενοχλητικές ιστορίες.

Τα βασικά στάδια στα οποία χρειάζεται έλεγχος είναι η αρχική απόφαση να καταγραφεί μια ιστορία, οποιαδήποτε απόφαση να χρησιμοποιηθούν μυστικές μέθοδοι έρευνας και οι τελικές αποφάσεις σχετικά με το τι πρέπει να δημοσιευτεί.

Οι έλεγχοι προστασίας δεδομένων λειτουργούν καλύτερα επειδή ενσωματώνονται σε υπάρχουσες δημοσιογραφικές ή συντακτικές κρίσεις, πρακτικές και διαδικασίες. Η συμμετοχή ανώτερων στελεχών ή εμπειρογνωμόνων και η επίσημη διαδρομή ελέγχου είναι απαραίτητες μόνο σε δύσκολες ή αμφιλεγόμενες περιπτώσεις.

Πότε δεν προβλέπεται η δημοσιογραφική εξαίρεση:

  • Για επαρκή μέτρα ασφαλείας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
  • Εάν λαμβάνονται, αποκαλύπτονται ή προμηθεύονται οι δημοσιογράφοι πληροφορίες παράνομα.
  • Το άμεσο μάρκετινγκ.
  • Τα άτομα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση μέσω των δικαστηρίων εάν έχουν υποστεί ζημία ή δυσχέρεια ως αποτέλεσμα παραβίασης του ΓΚΠΔ.


Η αρχή της δικαιοσύνης

  • Το μέσο και τα στελέχη είναι ανοιχτοί και ειλικρινείς, λένε στους ανθρώπους με τους οποίους έχουν να κάνουν (και στο υποκείμενο των δεδομένων, εάν διαφέρουν) ποιοι είναι και τι κάνουν, εκτός αν αυτό δεν είναι πρακτικό,
  • Δεν προκαλούν στους ανθρώπους καμία αδικαιολόγητη ζημία, και
  • Δεν κάνουν κάτι που δεν θα περίμεναν λογικά.

Ο Οργανισμός φροντίζει πάντα να ισχύει μία από τις έξι νομιμοποιητικές βάσεις για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:
α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει ελεύθερη συγκατάθεση στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,
β) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,
γ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,
δ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,
ε) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,
στ) η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

Οι δύο προϋποθέσεις που ενδέχεται να σχετίζονται με τα μέσα ενημέρωσης είναι σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ και σύμφωνα με τον Νόμο 4624/2019: Άρθρο 28 Επεξεργασία και ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης

  1. Στον βαθμό που είναι αναγκαίο να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας για δημοσιογραφικούς σκοπούς και για σκοπούς ακαδημαϊκής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται όταν:α) το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει τη ρητή συγκατάθεσή του,
    β) αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το ίδιο το υποκείμενο,
    γ) υπερέχει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα της πληροφόρησης έναντι του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου, ιδίως για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος ή όταν αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δημοσίων προσώπων και
    δ) όταν περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος ενημέρωσης, ιδίως όταν αφορά ειδικών κατηγοριών δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και ποινικές διώξεις, καταδίκες και τα σχετικά με αυτές μέτρα ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα του υποκειμένου στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή.
  2. Στον βαθμό που είναι αναγκαίο να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας για δημοσιογραφικούς σκοπούς, και για σκοπούς ακαδημαϊκής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης δεν εφαρμόζεται:α) το Κεφάλαιο ΙΙ του ΓΚΠΔ «Αρχές», εκτός από το άρθρο 5,
    β) το Κεφάλαιο ΙΙΙ του ΓΚΠΔ «Δικαιώματα του Υποκειμένου»,
    γ) το Κεφάλαιο ΙV του ΓΚΠΔ «Υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία», εκτός από τα άρθρα 28, 29 και 32,
    δ) το Κεφάλαιο V του ΓΚΠΔ «Διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς»,
    ε) το Κεφάλαιο VII του ΓΚΠΔ «Συνεργασία και συνεκτικότητα και
    στ) το Κεφάλαιο IX του ΓΚΠΔ «Διατάξεις που αφορούν ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας».

Ο ΓΚΠΔ δεν απαιτεί πάντα συγκατάθεση. Το ενδιαφέρον του οργανισμού για δημοσίευση, σε συνδυασμό με το δημόσιο συμφέρον για την ελευθερία της έκφρασης, μπορεί κάλλιστα να υπερισχύσει των προτιμήσεων ή των συμφερόντων απορρήτου ενός ατόμου. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αυτόματο, και πάλι, το κλειδί είναι η αναλογικότητα. Είναι μια πράξη εξισορρόπησης – εάν υπάρχει σοβαρή παραβίαση της ιδιωτικής ζωής ή κίνδυνος βλάβης, θα πρέπει να υπάρχει σημαντικό δημόσιο συμφέρον για να δικαιολογηθεί αυτό. Εάν οι πληροφορίες είναι «ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», οι δημοσιογράφοι φροντίζουν να εκπληρώνεται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • Το άτομο έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.
  • Οι πληροφορίες έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ως αποτέλεσμα των μέτρων που έχει λάβει σκόπιμα το εν λόγω πρόσωπο. Δεν αρκεί να είναι ήδη δημόσια – πρέπει να είναι ο ενδιαφερόμενος που έλαβε τα μέτρα που το δημοσιοποίησαν.
  • Υπάρχει άλλη μια προϋπόθεση που ορίζεται στην προστασία ειδικής κατηγορίας δεδομένων (επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων), ώστε να επιτρέπεται η δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που συνδέονται με παρανοήσεις ή ανικανότητα. Αυτό προϋποθέτει ότι η δημοσιοποίηση πρέπει να είναι προς το ουσιαστικό δημόσιο συμφέρον, ενόψει της δημοσίευσης, και ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων που αποκαλύπτει τις πληροφορίες πρέπει ευλόγως να πιστεύει ότι η δημοσίευση είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

Ωστόσο, αυτό επιτρέπει μόνο γνωστοποιήσεις, όχι άλλους τύπους επεξεργασίας.