Του Πιέρρου Ι. Τζανετάκου
Οι αμερικανικές κυρώσεις έναντι της Άγκυρας λειτούργησαν εξ αντανακλάσεως θετικά για την Αθήνα. Τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στη Διάσκεψη για θέματα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει την ηχηρή απόφαση της Ουάσινγκτον, τονίζοντας ότι πέραν της προφανούς αιτίας, δηλαδή της αγοράς των S-400, στο σκεπτικό των Αμερικανών συμπεριλήφθη ο γενικότερος αποσταθεροποιητικός ρόλος που διαδραματίζει τα τελευταία χρόνια η Άγκυρα, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τον Καύκασο, τη Συρία, τη Λιβύη και το Ιράκ. Σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν, άλλωστε, και η προ ημερών αυστηρή έναντι της Τουρκίας τοποθέτηση του απερχόμενου Υπουργού Εξωτερικών της υπερδύναμης Μάικ Πομπέο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ.
Είναι γεγονός ότι οι επιβληθείσες κυρώσεις προκαλούν έντονο προβληματισμό στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, καθώς σηματοδοτούν σειρά- κυρίως εμπορικών και οικονομικών- δυσχερειών για την τουρκική αμυντική βιομηχανία, η οποία αποτελεί το «καμάρι» του Τούρκου Προέδρου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα φέρουν άμεση και ραγδαία ανατροπή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στα μέτωπα που παραμένουν ανοικτά- και κυρίως σε αυτά που αφορούν τη χώρα μας. Η στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας», δεν είναι ούτε μονοσήμαντη, ούτε ευκαιριακή. Αποτελεί δομική γεωπολιτική επιλογή της τουρκικής διπλωματίας, με το βλέμμα στραμμένο στο 2023. Όπως επανειλημμένως έχει υποσχεθεί ο Ερντογάν στους υποστηρικτές του, ισλαμιστές και εθνικιστές, τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας θα εορτασθούν χωρίς «τα δεσμά» που έχει επιβάλει στο έθνος η Συνθήκη της Λωζάνης. Άρα, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, η αναθεωρητική πορεία της Τουρκίας, είτε έναντι των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, είτε έναντι της ΑΟΖ και του εδάφους Κύπρου, δεν πρόκειται ν’ ανασχεθεί.
Παρά τις στενές αμερικανοτουρκικές σχέσεις και την εγγύτητα συμφερόντων των δύο παραδοσιακών εταίρων, οι αμερικανικές κυρώσεις ήταν σχεδόν επιβεβλημένες, καθώς η αγορά και η ενεργοποίηση των S-400 σημαίνει πρόσβαση Ρώσων αξιωματούχων στα αμυντικά οπλικά συστήματα μιας ισχυρής νατοϊκής χώρας. Πέραν αυτού όμως, η παρέμβαση αποτελεί αφενός το προοίμιο της επαναφοράς της Ουάσινγκτον ως βασικού παίκτη στην Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου ένα μήνυμα της αμερικανικής διπλωματίας προς την Άγκυρα ότι θα πρέπει να ξεκαθαρίσει τα όρια των σχέσεων της με την Μόσχα. Αν, λοιπόν, μέσα σε αυτό το ρευστό και ευμετάβλητο τοπίο, ο Ερντογάν θεωρήσει ότι εντός των επόμενων εβδομάδων, τουλάχιστον έως την ορκωμοσία του Προέδρου Μπάιντεν στις 20 Ιανουαρίου, πρέπει να ισχυροποιήσει την τουρκική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν αποκλείεται να δούμε μια νέα προκλητική αντίδραση, όπως όλες όσες ζήσαμε κατά τη διάρκεια του φετινού θερμού καλοκαιριού. Εξαιρετικής σημασίας θα είναι και η στάση που θα κρατήσει στις εξελίξεις η Ρωσία, καθώς μπορεί- ως όφειλε- να αντέδρασε άμεσα στην επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι σε περίπτωση έντονης κλιμάκωσης της ενδονατοϊκής κρίσης η Μόσχα θα συνεχίσει να στηρίζει την Άγκυρα. Άλλωστε, οι σχέσεις των δύο ιστορικών αντιπάλων, θυμίζουν περισσότερο λυκοφιλία, παρά ειλικρινή συμμαχία.
Στο τραπέζι του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών υπάρχουν όλα τα σενάρια. Προφανώς, τα στελέχη της ελληνικής διπλωματίας προσβλέπουν σε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, θεωρώντας πως ο Ερντογάν δεν είναι σε θέση ν’ αγνοήσει τα μηνύματα της Ουάσινγκτον , ειδικά αν αναλογιστεί κανείς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τους τελευταίους μήνες ο Τούρκος Πρόεδρος στο εσωτερικό. Αν, όμως, η Άγκυρα αποφασίσει να στείλει εκ νέου το Ορούτς Ρέις πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου, τότε θα επικυρωθεί η άποψη ότι η Τουρκία οδεύει με σταθερά βήματα προς τη δημιουργία τετελεσμένων, τα οποία θα επιστεγαστούν σε μικρό βάθος χρόνου με την αποστολή πλωτού γεωτρύπανου στην εν λόγω περιοχή.
Αν πάντως κάτι έγινε κατανοητό τις τελευταίες μέρες είναι ότι η στήριξη που μπορεί να προσδοκά η Αθήνα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έναντι των προβλημάτων που συνεχώς δημιουργεί η Άγκυρα είναι σαφώς περιορισμένη. Σύμφωνα και με το κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής, βασικοί στόχοι της ευρωπαϊκής διπλωματίας (sic) είναι δύο: Πρώτον παροχή επιπλέον βοήθειας στην Τουρκία για τη διαχείριση του προσφυγικού και δεύτερον η διεξαγωγή πολυμερούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο. Προς το παρόν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί κανείς ποιο είναι το κέρδος που θα μπορούσε να αποκομίσει η Ελλάδα από μια τέτοια διάσκεψη, στην οποία είναι αβέβαιο ακόμα και το ποιοι θα μετάσχουν. Αντιθέτως, ορατό είναι το όφελος για την Τουρκία, καθώς θα αποκτήσει πρόσβαση σε ακόμα ένα βήμα να διεθνοποιήσει τα παράνομα αιτήματά της. Έως τότε, πάντως, θα έχουν μεσολαβήσει πολλά.
www.ert.gr