Παγκόσμια Ημέρα Οπτικοακουστικής Κληρονομιάς–
27 Οκτωβρίου
Το Αρχείο της ΕΡΤ για την Παγκόσμια Ημέρα Οπτικοακουστικής Κληρονομιάς, 27 Οκτωβρίου, καθώς και για την επέτειο πενήντα ετών από την προβολή και βράβευση του στο 16ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (22-28 Σεπτεμβρίου 1975), παρουσιάζει το ποιητικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Μαυρίκιου «Polemónta», το οποίο υπήρξε η πρώτη οπτικοακουστική καταγραφή που έγινε ποτέ στα ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας.
Η UNESCO καθιέρωσε το 2005 την 27η Οκτωβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα Οπτικοακουστικής Κληρονομιάς (World Day for Audiovisual Heritage) προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο ως προς την αξία της οπτικοακουστικής αρχειακής κληρονομιάς και της διάσωσής της για τις μελλοντικές γενιές. Το θέμα της εν λόγω παγκόσμιας ημέρας έχει τίτλο “Your Window to the World” (Το παράθυρό σας στον κόσμο) και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό μας επιτρέπει να δούμε και να ακούσουμε περιεχόμενο σχετικό με πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος και πώς το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο επιμόρφωσης και ψυχαγωγίας.
Το Αρχείο της ΕΡΤ για την Παγκόσμια Ημέρα Οπτικοακουστικής Κληρονομιάς και για την επέτειο πενήντα ετών από την προβολή και βράβευσή του στο 16ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (22-28 Σεπτεμβρίου 1975) παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Μαυρίκιου:
POLEMONTA
Ο Δημήτρης Μαυρίκιος μιλάει για το «Polemónta»
Το 1975, ένα χρόνο μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, ο Δημήτρης Μαυρίκιος μας χαρίζει το «Polemónta», μία ταινία σταθμό.
Πρόκειται για ένα ποιητικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους -γυρισμένο για το Ε.Ι.Ρ.Τ.- με κεντρικό θέμα τα ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας.
Η ταινία, πριν από την τηλεοπτική προβολή της, συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1975, όπου απέσπασε το 1ο Βραβείο Κριτικών και το 1ο Βραβείο Κοινού.
Το «Polemónta» και τα κατοπινά «Γεφύρια του Ιονίου», πάλι για την Κρατική Τηλεόραση, έγιναν αφορμή να τιμηθεί ο Δημήτρης Μαυρίκιος με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη συνεισφορά του στον Ελληνικό Πολιτισμό.
Το 1981 ο Jean Rouch, από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ του 20ού αιώνα και καθηγητής πανεπιστημίου στο Paris Nanterre, περιλαμβάνει το «Polemónta» στη διδακτέα ύλη του και προβάλλει την ταινία για τους φοιτητές του στην Cinémathèque Française (Palais de Chaillot).
Μισό αιώνα μετά τη δημιουργία του «Polemónta», στο Αρχείο της ΕΡΤ αποκαταστήσαμε ψηφιακά το ντοκιμαντέρ από το
αρνητικό φιλμ 16mm και ζητήσαμε από τον Δημήτρη Μαυρίκιο να μας μιλήσει για την πρώτη του ταινία.
Παραθέτουμε την κατάθεσή του.
Δημήτρης Μαυρίκιος: Θα πρέπει να βουτήξω βαθιά στη μνήμη, αλλά και στα αρχεία μου, για να ανασύρω πολλά από αυτά που θα πω. Και βέβαια είναι απαραίτητο να ξαναδώ την ταινία μετά από πολλά χρόνια. Το «Polemónta» υπήρξε η πρώτη οπτικοακουστική καταγραφή που έγινε ποτέ στα ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας. Έτσι ο κινηματογράφος και η ασπρόμαυρη τότε τηλεόραση λειτούργησαν αποκαλυπτικά για το ευρύ κοινό, που αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη των ομόγλωσσών μας μειονοτήτων στην «απέναντι στεριά» του Ιονίου.
Η αντικειμενική αξία που έχει σήμερα η ταινία είναι ίσως μεγαλύτερη από την αξία που μπορεί να είχε στην εποχή της, καθώς έχει απαθανατίσει, λίγο πριν από την κατάρρευσή του, ένα πανάρχαιο μνημείο ελληνισμού, που δεν υπάρχει πια.
Με το «Polemónta» θα βλέπαμε για πρώτη φορά τους «τελευταίους επιζώντες», που επρόκειτο να πάρουν μαζί τους στη λήθη την αρχαία, μητρική γλώσσα. Το 1975 μιλιόντουσαν ακόμα τα «grecanica» στο Ασπρομόντε της Καλαβρίας και τα «grico» στο Σαλέντο της Απουλίας, δύο περιοχές που απέχουν μεταξύ τους πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Οι δύο ελληνικές διάλεκτοι, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν τις ρίζες τους στις αποικίες των Αρχαίων Ελλήνων, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι γλωσσολόγοι. Μιλήθηκαν αδιαλείπτως για δυόμισι χιλιετίες μέχρι τον 20ό αιώνα. Μόνη κληρονομιά στον 21ο αιώνα είναι το συγκινητικό πείσμα ορισμένων νοσταλγών, που καταγράφουν τα ύστατα γλωσσικά απομεινάρια ή αποστηθίζουν τραγούδια, ανίκανοι όμως να μιλήσουν αναμεταξύ τους την παλιά ελληνική ντοπιολαλιά, όπως τη μιλούσαν οι πρόγονοί τους την εποχή του «Polemónta».
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν την άνοιξη του 1975. Ένας σημαντικός για μένα δάσκαλος, ο Νίκος Κούνδουρος, που θα του είμαι πάντα ευγνώμων, είχε συστήσει στον παραγωγό Δημήτρη Ποντίκα να μου αναθέσει ένα από τα εικοσάλεπτα ντοκιμαντέρ της σειράς ΕΡΕΥΝΑ για το Ε.Ι.Ρ.Τ. Για την πρώτη επαγγελματική μου ταινία επέλεξα το θέμα των Ελληνόφωνων της Ιταλίας, χώρα την οποία γνώριζα καλά, καθώς μόλις είχα αποφοιτήσει από το τμήμα σκηνοθεσίας στην Κρατική Σχολή Κινηματογράφου, στη Ρώμη (C.S.C).
Αρχικά προβλεπόταν ένα σύντομο ταξίδι με λίγες μέρες γυρισμάτων στα ελληνόφωνα χωριά της Απουλίας, κοντινά στην Ελλάδα. Τόσο ο χρόνος, όσο και τα μέσα που διέθετε η παραγωγή, απέκλειαν την απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη περιοχή των ελληνόφωνων χωριών της Καλαβρίας, τα οποία παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον γλωσσολογικά, κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά, αλλά και αισθητικά λόγω των άγριων, ορεινών τοπίων του Ασπρομόντε.
Προκειμένου να καλύψω πληρέστερα το θέμα μας, πρότεινα και εξασφάλισα μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στην Ιταλία, με αντάλλαγμα τη χρήση μιας δικής μου -οριακά επαγγελματικής- κάμερας Beaulieu και του αυτοκινήτου μου. Το συνεργείο θα αποτελούσαμε δύο μόνο άτομα: ο διευθυντής φωτογραφίας Λευτέρης Παυλόπουλος και εγώ.
Μετά από πέντε δεκαετίες ήρθε η στιγμή να εξομολογηθώ δημόσια ότι υπήρχε και τρίτο άτομο, το οποίο δεν αναφέρεται στα credits, λόγω δικών μου νεανικών αναστολών, αφενός γιατί αφορούσε συνεργασία εκτός του τυπικού πλαισίου της παραγωγής, αφετέρου επειδή επρόκειτο για τη …μητέρα μου. Είχε έρθει από το Παρίσι, όπου ζούσε με τον πατέρα μου, για να επιμεληθεί την έρευνα. Μέσα από την τωρινή κατάθεσή μου θα ήθελα να αποκατασταθεί αυτή η αδικία, υπεύθυνος της οποίας υπήρξα αποκλειστικά εγώ. Η Μαρία Γαρζώνη-Μαυρικίου (1921-2019), με σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου, μιλούσε πέντε γλώσσες και είχε γράψει διηγήματα («Ποτάμια», εκδ. Κέδρος). Συνέβαλε ταμέγιστα στη δημιουργία του «Polemónta» με την έρευνά της για τη «Μεγάλη Ελλάδα», αλλά και με την καταλυτική παρουσία της στα χωριά. Οι πόρτες των σπιτιών δεν θα άνοιγαν εύκολα σε δύο άγνωστους νεαρούς, αν δεν τους συνόδευε μια ώριμη γυναίκα με σπάνιο επικοινωνιακό χάρισμα.
Το οδοιπορικό τού «Polemónta» διήρκεσε από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τα μέσα Μαΐου 1975. Ξεκίνησε από το πλησιέστερο στην Ελλάδα ανατολικό άκρο της Νότιας Ιταλίας, για να φτάσει μέχρι τη δυτικότερη εσχατιά της Σικελίας, με ένα ενδιάμεσο, αστραπιαίο ταξίδι στη Ρώμη, κυρίως για ανεφοδιασμό σε φιλμ. Η ποσότητα φιλμ που είχαμε από την Ελλάδα κόντευε να εξαντληθεί και δεν είχαμε πάει ακόμα στην Καλαβρία. Λιγόστευαν δραματικά και τα χρήματα της παραγωγής, της οποίας τα όρια εμείς θελήσαμε να υπερβούμε. Όλα έφευγαν σε βενζίνη, διόδια, άθλια πανδοχεία και… πορτοκάλια, για να κρατιόμαστε όρθιοι. Και εδώ οφείλω να αναφερθώ στον έτερο αφανή ήρωα της ταινίας, και έτερο των γονέων μου, που έστελνε ενισχύσεις από το υστέρημά του, γιατί μόνο πλούσιο δεν τον έλεγες τον πατέρα μου. Του αφιέρωσα το «Polemónta», μόλις το ολοκλήρωσα. Η μοίρα με ευλόγησε με τους καλύτερους γονείς που θα μπορούσα να έχω
Νέα ερεθίσματα στη διάρκεια του οδοιπορικού οδήγησαν την έρευνα σε δύο πρόσθετες κατευθύνσεις. Το θέμα των Ελληνόφωνων δεν μπορούσε να είναι αποκομμένο ιστορικά και πολιτισμικά από την αλλοτινή «Μεγάλη Ελλάδα», διάσπαρτη από ναούς και θέατρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αλλά ούτε να εξεταστεί έξω από το φλέγον πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας που έφερνε το ιστορικό «Ζήτημα του Νότου»: Το υπανάπτυκτο νότιο τμήμα της χώρας μετατράπηκε σε ένα είδος αποικίας, την οποία χειραγωγούσε η ανθηρή Βόρεια Ιταλία. Όλα μιλούσαν για την εργατική εκμετάλλευση και την εσωτερική μετανάστευση.
«Andra mu pai» αναφωνούσε η γυναίκα του μετανάστη σε ένα καινούριο τότε, θαυμάσιο τραγούδι, γραμμένο επί τούτου για μας. Το τραγουδάει στην ταινία η Francesca Licci από την Calimera. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στη μέση της ταινίας, το τραγούδι είχε δεχθεί ένα ενθουσιώδες χειροκρότημα, προμήνυμα της μεγάλης επιτυχίας που θα είχε χρόνια αργότερα, όταν θα το καθιστούσαν πασίγνωστο πρώτα η Μαρία Φαραντούρη και ύστερα η Χάρις Αλεξίου.
Αλλά και ο τίτλος της ταινίας προκύπτει ως κραυγή ενάντια στην εργατική υποδούλωση και αφαίμαξη της Νότιας Ιταλίας: «Polemónta» στην ελληνική διάλεκτο της Απουλίας σημαίνει «δουλεύοντας», με την απόχρωση της μαχητικότητας που δηλώνει διαχρονικά στην ελληνική γλώσσα το ρήμα «πολεμώ».
Στην ταινία οι πληροφορίες και τα πολλαπλά θεματικά και δραματουργικά νήματα δεν παρατίθενται με ορθολογική σειρά. Τα επίπεδα αλληλεξαρτώνται και οι συνειρμοί οδηγούν συχνά σε ποιητική αλληλουχία των σκηνών, ανάλογα με τη σκοπιά μέσα από την οποία ο φακός αντιμετωπίζει ανθρώπους και χώρους. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ηχητικές συνδέσεις. Έτσι, οι ακόμα ζωντανοί τότε θρήνοι των χαροκαμένων γυναικών του Martano, που κατευοδώνουν τους νεκρούς τους με πανάρχαιους στίχους και μια επαναλαμβανόμενη, σπαρακτική μελωδική φράση, οδηγούν στον θρήνο του χορικού των «Περσών» και στο θέατρο των Συρακουσών, εκεί ακριβώς όπου ο ίδιος ο Αισχύλος είχε παρουσιάσει την τραγωδία του το 471 π.Χ. Μάλιστα το μελοποιημένο χoρικό, που ακούγεται μέσα στο αρχαίο θέατρο από τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, αποτελεί την παρθενική παρουσία της Ελένης Καραΐνδρου στον χώρο της μουσικής του κινηματογράφου.
Περιγραφή της ταινίας
Θα επιχειρήσω να δώσω μία όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική περιγραφή της ταινίας ακολουθώντας τη σειρά των σεκάνς. Να σημειώσω εδώ ότι οι καταθέσεις των Ελληνόφωνων γίνονται αποκλειστικά στη μητρική τους γλώσσα, κάτι που ζητάει ιδιαίτερη συγκέντρωση από τη μεριά των θεατών για όσα ακούνε, όπως θα συνέβαινε με τα κυπριακά, τα ποντιακά και κάθε ιδίωμα του περιφερειακού ελληνισμού. Δεν θέλησα να μπουν υπότιτλοι στην ταινία. Κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε συχνά ως πλεονασμός, θα αποσπούσε την προσοχή των θεατών από την εικόνα και, το κυριότερο, θα υποτιμούσε την ίδια την ελληνικότητα της ντοπιολαλιάς των Ελληνόφωνων.
Η εναρκτήρια σκηνή της ταινίας είναι γυρισμένη στην Απουλία, στα χωράφια μεταξύ Calimera και Martano, τα δύο πιο ονομαστά κεφαλοχώρια των Ελληνόφωνων. Μια οικογένεια αγροτών διασκεδάζει στον χώρο όπου συνήθως πάνε να «polemisune». (Το ελληνικό αλφάβητο έχει χαθεί εδώ και αιώνες για τους Ελληνόφωνους). Στα τραγούδια, στον χορό και τις αφηγήσεις πρωτοστατούν δύο ηλικιωμένοι: ο λαϊκός βάρδος Cosimino Surdo και η λαλίστατη αδελφή του Assunta.
Ο φακός μάς μεταφέρει σε θαλασσινά τοπία και διάφορες ακτές της Νότιας Ιταλίας, καθώς η αφήγηση των Ελληνόφωνων -τόσο της Απουλίας όσο και της Καλαβρίας- αναφέρεται στις ρίζες της γλώσσας που έφεραν από την Αρχαία Ελλάδα οι πρόγονοί τους, άποικοι στα ιταλικά παράλια του Ιονίου πελάγους.
Από το ανατολικότερο σημείο της Νότιας Ιταλίας, ο φακός περνάει στο αντίθετο άκρο, τη Δυτική Σικελία, όπου, μέσα σε ένα ερημικό τοπίο και πίσω από ένα φτωχικό αγροτόσπιτο, ορθώνεται ο μεγαλοπρεπής δωρικός ναός της Έγεστας. Ένα απόσπασμα του Θουκυδίδη μας πληροφορεί για τον ρόλο των Εγεσταίων στους αποικιοκρατικούς πολέμους της μεγάλης δύναμης που ήταν η αρχαία Αθήνα.
Συνειρμικά και πάνω σε εικόνες του αμερικανικού 6ου Στόλου στα ανοιχτά της Απουλίας, Ελληνόφωνοι της περιοχής σχολιάζουν αγανακτισμένοι την απειλητική και παρείσακτη αυτή παρουσία. Η αφήγησή τους οδηγεί σε πλάνα από φτωχικές γειτονιές πόλεων της Ν. Ιταλίας, που καταλήγουν στον εξωτερικό τοίχο ενός κτιρίου καλυμμένου από κεραμικά πλακάκια ζωγραφισμένα. Σχηματίζουν έναν τεράστιο, παλιό χάρτη με τη N. Ιταλία, την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο. Πάνω στον χάρτη ακούγονται οι ντόπιοι καθώς απαριθμούν τα έξι ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας και τα εννέα της Απουλίας.
Ο Cosimino, η Assunta και η οικογένειά τους μας παραπέμπουν στα πηγάδια (fréata) του ελληνόφωνου Martignano, ενώ το γλέντι τους συνεχίζεται με παραδοσιακά τραγούδια στο «grico» και η αφήγηση οδηγεί στο θέμα της μετανάστευσης, που, για τα χωριά αυτά, έχει ως αποτέλεσμα τη λειψανδρία, με τις γυναίκες που μένουν άγαμες ή μόνες με τα παιδιά. Η σεκάνς ολοκληρώνεται με δρόμους της Calimera.
Η μετανάστευση παραμένει το κύριο θέμα συζητήσεων και με τους Ελληνόφωνους της Καλαβρίας, στην Bova, το κεφαλοχώρι, και σε άλλα ορεινά χωριά του Ασπρομόντε. Συγκινητική μορφή ο αγρότης και λαϊκός ποιητής Bruno Casile (1923 - 1998) που με πρωτοβουλία του διδάσκει τα «grecanica» στους νέους, για να μη χαθεί η γλώσσα. Ο φακός καταλήγει στο Gallicianò, δυσπρόσιτο και εξαθλιωμένο από τη φτώχεια ορεινό χωριό, όπου η ελληνική διάλεκτος είναι πιο ζωντανή από οπουδήποτε αλλού. Εξέχουσα μορφή εδώ ο 28χρονος Mimmo Nucera Milinari (1947-2022), ακαταπόνητος υπερασπιστής της γλώσσας. Θα είναι ο μονωδός που εισάγει τις μουσικές φράσεις μιας αυτοσχέδιας ανδρικής χορωδίας σε ένα παραδοσιακό ερωτικό τραγούδι.
Ένα κείμενο του Antonio Gramsci για το «Ζήτημα του Νότου» και η μουσική του Giuseppe Verdi φέρνουν τον φακό στη Ρώμη, στο φαραωνικών διαστάσεων «Altare della Patria» («Βωμός της Πατρίδας»), σύμβολο της Ιταλικής Ενοποίησης του 1861, η οποία οδήγησε στην εκμετάλλευση του Ιταλικού Νότου από τον Βορρά. Εικόνες ευμάρειας αντιπαρατίθενται σε εικόνες εξαθλίωσης από τις «δύο Ιταλίες». Την αντίστιξη αυτή διαδέχεται το σύγχρονο τραγούδι «Klama» («Το κλάμα της γυναίκας του μετανάστη», γνωστό ως «Andra mu pai»), που γράφτηκε ειδικά για το «Polemónta» και κινηματογραφήθηκε στην Calimera.
Ο Καθηγητής Αναστάσιος Καραναστάσης, Επίτιμος Συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, που ερευνά τα ελληνικά ιδιώματα της Κάτω Ιταλίας, τεκμηριώνει τη θέση περί αρχαιοελληνικής καταγωγής τους.
Σικελία. Τοπία της Αίτνας που βγάζει καπνούς από τον κρατήρα και εικόνες από τις Συρακούσες και το αρχαίο θέατρο της πόλης, λαξευμένο στον βράχο, όπου ακούγεται ένα χορικό από τους «Πέρσες» του Αισχύλου.
Η εικόνα καταλήγει συνειρμικά σε νεκρικούς θρήνους στο «grico» του Martano και στον σπαρακτικό κοπετό με τον οποίο οι μαυροφορεμένες θρηνωδοί συνοδεύουν όσους αφήνουν τον μάταιο τούτο κόσμο. Η λίμνη της Περγκούζα, στην κεντρική Σικελία, όπου πίστευαν ότι έγινε η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, φέρνει εικόνες από τον θρήνο της θεάς Δήμητρας για τη χαμένη Κόρη της. Μια χωρική ψάχνει ανήσυχη το κορίτσι της, φωνάζοντάς το επίμονα μέσα στους αγρούς: «Ninfa!» («Nύμφη»), ένα όνομα διαδεδομένο στη Σικελία μέχρι σήμερα. Ολόκληρες πλαγιές με στάχυα κυματίζουν από έναν ξαφνικό, δυνατό αέρα. Σαν να τον προκάλεσε ο θυμός και την οδύνη της θεάς.
Η αφήγηση επιστρέφει στο «Ζήτημα του Νότου» και τα χρόνια που ακολούθησαν την Ιταλική Ενοποίηση. Μια εμφύλια σύρραξη μεταξύ των Σικελών αγροτών και του ιταλικού στρατού έκανε χιλιάδες νεκρούς. Γυναίκες της Calimera και του Martano μιλάνε για τη μεγάλη απεργία του 1906, τονίζοντας τον ρόλο των γυναικών στις κινητοποιήσεις. Ανάμεσά τους και η υπέργηρη Zia Luigia, που έζησε εκείνα τα γεγονότα. Η αφήγηση απλώνεται μέχρι τα σκοτεινά χρόνια του Φασισμού.
Τα γυρίσματα του «Polemónta» συνέπεσαν με τους εορτασμούς για τα 30 χρόνια της Δημοκρατίας στην Ιταλία μετά την πτώση του Φασισμού. Ο φακός καταγράφει αντιφασιστικές εκδηλώσεις και την οργή για τη δολοφονία φοιτητών από νεοφασίστες και από την αστυνομία κατά τις μέρες που είχαν προηγηθεί. Οι Ελληνόφωνοι μετέχουν με μηνύματα αλληλεγγύης στη δική τους γλώσσα.
Ακολουθεί η ενότητα της Μεγάλης Εβδομάδας στο Castrignano dei Greci και στο Melpignano, ελληνόφωνα χωριά της Απουλίας. Πριν από μερικούς αιώνες τόσο στην περιοχή αυτή, όσο και στην Καλαβρία, οι Ελληνόφωνοι είχαν υποχρεωθεί να ασπαστούν τον καθολικισμό. Στην Απουλία μάλιστα αυτό έγινε με βίαιο τρόπο, αφού δολοφονήθηκε ο ορθόδοξος αρχιερέας, όπως λένε οι κάτοικοι της Calimera. Οι λιτανείες -όπου οι πιστοί περιφέρουν τα μεγάλα, βαριά αγάλματα του νεκρού Χριστού και της δακρυσμένης Παναγίας- έχουν μια θεατρικότητα που εντυπωσιάζει όποιον ζει σε μια ορθόδοξη χώρα, όπως η Ελλάδα.
Η αφήγηση επικεντρώνεται πλέον στη μορφή που πήρε το «Ζήτημα του Νότου» μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, με την ελλιπή και συχνά αναποτελεσματική προσπάθεια εκβιομηχάνισης της Νότιας Ιταλίας. Ερημωμένα χωριά και φτωχικές γειτονιές που Παλέρμο γίνονται το φόντο της αφήγησης για την αστυφιλία και την εσωτερική μετανάστευση, που οδηγεί μαζικά τον αγροτικό πληθυσμό στις μεγαλουπόλεις.
Στις 23 Απριλίου 1975, το «Polemónta» καταγράφει την περιφορά του αγάλματος του έφιππου Αγίου Γεωργίου, πολιούχου της σικελικής κωμόπολης Piana degli Albanesi, που μέχρι το 1941 λεγόταν Piana dei Greci, κυρίως λόγω της τήρησης του ελληνορθόδοξου λειτουργικού τυπικού και της όψης των ιερέων, οι οποίοι, παρότι καθολικοί στο δόγμα, δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα από τους Έλληνες ιερείς. Θα καταγραφούν ενδιαφέρουσες θέσεις για την αλβανική και την ελληνική μειονότητα της Καλαβρίας στο συνέδριο της Roccella Ionica, μίας κωμόπολης της Καλαβρίας στις ακτές του Ιονίου. Η ενότητα κλείνει με έναν γάμο Αλβανόφωνων, όπου ο ιερέας ψάλλει το «Χριστός Ανέστη» στα Ελληνικά.
Επιστροφή στο Gallicianò της Καλαβρίας. Πάνω στις εικόνες του εξαθλιωμένου χωριού ακούγονται έντονες επικρίσεις προς όσους, σαν εμάς, έρχονται ως την εσχατιά της Ιταλίας, για να καταγράψουν τη γλώσσα που χάνεται, αδιαφορώντας για άλλες πιο σοβαρές απώλειες, αυτές που φέρνουν η φτώχεια, η μετανάστευση, η εκμετάλλευση, η εγκατάλειψη…
Ο δάσκαλος Bruno Casile ζητάει από τους μαθητές του να κλίνουν όλοι μαζί φωναχτά το ρήμα «gapao» («αγαπάω»).
Είναι Πρωτομαγιά του 1975. Το Gallicianò γιορτάζει. Όλοι χορεύουν· στην αρχή δειλά, μετά πιο τολμηρά και τέλος ξέφρενα υπό τον ήχο της τσαμπούνας και στον ρυθμό που δίνει ένα τετράχρονο αγοράκι με το ντέφι του. Ο μικροσκοπικός μπόμπιρας είναι συνεπαρμένος. Μοιάζει υπνωτισμένος από τον ίδιο τον ήχο που παράγει, χωρίς να σταματάει στιγμή: δυνατά, πιο δυνατά, ακόμα πιο δυνατά!… Έχει παραδοθεί στον οίστρο της μουσικής. Ακούγονται οι μαθητές. Μαχητές αυτή τη φορά, κλείνουν την ταινία …κλίνοντας, αποφασιστικά, δυναμικά, το ρήμα «polemao».
Επίλογος, «Polemónta» και Pier Paolo Pasolini, μία συνάντηση ματαιωμένη από τη μοίρα.
Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 1975, Θεσσαλονίκη: Το «Polemónta» προβάλλεται στο Φεστιβάλ.
Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 1975, Θεσσαλονίκη: Το «Polemónta» βραβεύεται στο Φεστιβάλ. Το ίδιο βράδυ κάνω δύο κλήσεις στο εξωτερικό, για να δώσω τα νέα: μία στο Παρίσι, στους γονείς μου, και μία στην Calimera, στην «πρωτεργάτρια» της ταινίας Francesca Licci. Την παρακαλώ να μεταφέρει τις καλές ειδήσεις στην Assunta, τον Cosimino και σε όσους Ελληνόφωνους βοήθησαν, για να πετύχει η ταινία.
Τρίτη, 21 Οκτωβρίου 1975, Calimera: Ο μέγας Ιταλός σκηνοθέτης και ποιητής Pier Paolo Pasolini επισκέπτεται τους Ελληνόφωνους, για να ακούσει τα «traúdia» τους, καθώς υπερασπίζεται με πάθος την επιβίωση των διαλέκτων. Χαρακτηρίζει μάλιστα «γενοκτονία» τη ραγδαία περιθωριοποίησή τους. Η Francesca Licci και ο Cosimino Surdo τραγουδούν για εκείνον τα τραγούδια που είχαν ακουστεί και στο «Polemónta».1
Ο Pasolini ενθουσιασμένος αποκαλεί τη Francesca «πανάξια ιέρεια» («la bravissima vestale di Calimera»2). Η Francesca του μιλάει για το «Polemónta» και εκείνος ενδιαφέρεται αμέσως να δει την ταινία. Της δίνει το τηλέφωνό του, για να επικοινωνήσω μαζί του.
Πέμπτη, 30 Οκτωβρίου 1975, Ρώμη: Εννέα μέρες μετά τη συνάντηση της Francesca με τον Pasolini βρίσκομαι στην ιταλική πρωτεύουσα έχοντας πάρει μαζί μου την κόπια του «Polemónta» και την κάμερα, με την οποία σκέφτομαι να καταγράψω τις θέσεις του Pier Paolo Pasolini για τη «γενοκτονία των διαλέκτων». Τηλεφωνώ στο σπίτι του. Μια ευγενική κυρία με πληροφορεί ότι βρίσκεται στην Στοκχόλμη και θα επιστρέψει στη Ρώμη τη μεθεπομένη, 1η Νοεμβρίου.
Κυριακή, 2 Νοεμβρίου 1975, Ρώμη: Ξυπνώ το πρωί με τη σκέψη να τηλεφωνήσω αργότερα στον Pasolini. Πίνοντας τον καφέ μου ανοίγω την τηλεόραση.
Έκτακτο δελτίο ειδήσεων: «Ο Pier Paolo Pasolini δολοφονήθηκε στην Όστια τις πρώτες πρωινές ώρες».
Σκηνοθεσία –σενάριο: Δημήτρης Μαυρίκιος
Φωτογραφία: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μοντάζ: Γιάννα Σπυροπούλου-Δημήτρης Μαυρίκιος
Μουσική επιμέλεια: Ελένη Καραΐνδρου
Πρώτη τηλεοπτική προβολή: 15 Νοεμβρίου 1975
Κείμενο: Δημήτρης Μαυρίκιος
Σύνταξη άρθρου - τεκμηρίωση εκπομπής: Βλάσης Κομνηνός
Δείτε περισσότερα στο archive.ert.gr