Η βραβευμένη με Νόμπελ λογοτεχνίας, Ντόρις Λέσινγκ, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1919 στην Περσία. Για την επέτειο από τη γέννησή της το Αρχείο ΕΡΤ παρουσιάζει συνέντευξή της στον Θανάση Λάλα, στο σπίτι της στο Λονδίνο το 1998.
Η βραβευμένη με Νόμπελ λογοτεχνίας, Ντόρις Λέσινγκ, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1919 στην Περσία, (σημερινό Ιράν) από Βρετανούς γονείς. Το 1925 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αφρική όπου η νεαρή Ντόρις μεγάλωσε με αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς, τα πρώτα χρόνια του σχολείου φοίτησε σε ένα αυστηρό θρησκευτικό σχολείο και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου την απέβαλαν και συνέχισε μόνη της την κυρίως φιλολογική μόρφωσή της. Σε ηλικία 15 ετών έφυγε από το σπίτι και δούλεψε σαν εσωτερική νοσοκόμα και σε αυτή την περίοδο ξεκίνησε να γράφει ιστορίες, δύο από τις οποίες δημοσιεύτηκαν σε περιοδικό της Νότιας Αφρικής. Στα 19 της παντρεύεται τον Φρανκ Γουίσντομ, τον οποίο διάλεξαν οι γονείς της και με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά. Λίγα χρόνια μετά θα εγκαταλείψει την οικογένειά της, θα μείνει μόνη της και θα έρθει σε επαφή με μία ομάδα κομμουνιστών διανοούμενων. Τότε θα γνωρίσει τον Ανατολικογερμανό διπλωμάτη Γκόντφρηντ Λέσσινγκ με τον οποίο θα παντρευτεί το 1945 και θα αποκτήσουν ένα γιο. Ο Λέσσινγκ θα την εγκαταλείψει το 1949 και την ίδια χρονιά εκείνη αποφασίζει να μετακομίσει μαζί με το γιο της, στο Λονδίνο, όπου και θα μείνει για το υπόλοιπο της ζωής της. Το 1949 εκδίδεται και το πρώτο της μυθιστόρημα, «Τραγουδάει το χορτάρι» με μεγάλη επιτυχία σε Αγγλία και ΗΠΑ. Αν και η Λέσινγκ υπήρξε σθεναρή υποστηρίκτρια και μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος, αποχώρησε από αυτό το 1956 αντιδρώντας στην εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία. Την ίδια χρονιά της απαγορεύεται η είσοδος στη Νότια Ροδεσία και στη Νότια Αφρική μετά από δριμεία δημόσια κριτική της στα αντίστοιχα καθεστώτα. Η απαγόρευση άρθηκε το 1995 και τότε η Λέσινγκ κατάφερε να επισκεφτεί τα δυο παιδιά της και τα εγγόνια της.
Το 2007 της απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και η Σουηδική Ακαδημία τη χαρακτήρισε «επική αφηγήτρια της γυναικείας εμπειρίας που, με σκεπτικισμό, θέρμη και ενορατική δύναμη, ερευνά ένα διχασμένο πολιτισμό». Το πρώτο της βιβλίο «Τραγουδάει το χορτάρι» (1950), που το έγραψε το 1950, καταγράφει την κλειστοφοβική λευκή κοινωνία των αποίκων της Ροδεσίας, την απομόνωση, τον ρατσισμό και την καταπίεση ιδίως εις βάρος των γυναικών. Σε αντίστοιχα θέματα θα αναφερθεί και στην πενταλογία της «Τα παιδιά της βίας» (1952-1969), έργο με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το βιβλίο της «Χρυσό σημειωματάριο» (1962) θα αναδειχθεί ως ένα από τα καλύτερα βιβλία του γυναικείου φεμινισμού (αν και η ίδια δεν αποδέχθηκε το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό) σηματοδοτώντας την ανάδυση του σύγχρονου γυναικείου λόγου. Από τη δεκαετία του 1970 χαρακτηριστικά της έργα είναι η τετραλογία της «Κάνωπος, αστερισμός του Άργους: Αρχεία» (1979-1983) και το «Αναμνήσεις ενός επιζώντος» (1974). «Η καλή τρομοκράτισσα» (1985) συμπυκνώνει την οργή και την απογοήτευση της περιόδου της Θάτσερ στην Αγγλία. Πλήθος βιβλίων της έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Η Λέσινγκ υπήρξε επίμονη επικρίτρια της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, ξεχώρισε ως σημαντική συγγραφέας και προκάλεσε το βρετανικό κατεστημένο με τις προοδευτικές ιδέες της. Έφυγε από τη ζωή στις 17 Νοεμβρίου του 2013.
Το Αρχείο ΕΡΤ για την επέτειο από τη γέννηση της Ντόρις Λέσινγκ, στις 22 Οκτωβρίου 1919 προτείνει την εκπομπή:
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΛΑ
ΝΤΟΡΙΣ ΛΕΣΙΝΓΚ
Νοέμβριος 1998. Ένα κρύο, ομιχλώδες πρωινό στα περίχωρα του Λονδίνου, ο Θανάσης Λάλας, συναντά την Ντόρις Λέσινγκ στο σπίτι της. Ντυμένη με ένα απλό μαύρο φόρεμα, κάθεται απέναντί του σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και μιλάει με νεανική ορμή και καθαρή σκέψη, για την τέχνη και τη ζωή της, τη μητρότητα, τη συγγραφή, τη δημιουργικότητα και την πολιτική. Έντιμη, τραχιά και αντισυμβατική, μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα, τόλμησε να πειραματιστεί και να εκτεθεί στη ζωή και στο έργο της. Η ζωή της υπήρξε πάντα μια διαρκής αναζήτηση, ένα ασταμάτητο ταξίδι στις σκέψεις, στις ιδέες, μια τολμηρή περιπλάνηση μέσα από έρωτες και ανήσυχες επιλογές. Και παρέμεινε ώς τα βαθιά της γεράματα, μία από τις ελάχιστες συγγραφείς που συνέλαβαν και αποτύπωσαν, έντονα, δραματικά, σχεδόν βίαια, το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στον 20ό αιώνα. Μια σπάνια συνάντηση με μια σπουδαία γυναίκα που έζησε μια ταραχώδη, συναρπαστική ζωή και έλαβε το Βραβείο Νόμπελ το 2007.
Ο Θανάσης Λάλας περιγράφει την επίσκεψη στο Λονδίνο και την υποδοχή στο σπίτι της Ντόρις Λέσινγκ, θυμάται χαρακτηριστικά ότι εκείνη έφτιαχνε ένα τεράστιο παζλ σε ένα μεγάλο τραπέζι. Ο Λάλας διαβάζει αποσπάσματα από κείμενά της για τη ζωή της και τους γονείς της, ενώ ο ίδιος περιγράφει τη βιογραφία της, την απόφαση να φύγει, να γίνει συγγραφέας, τις δυσκολίες, την επιβίωση, τις επαναστάσεις και την αντισυμβατική στάση που κράτησε πάντα.
Η ίδια η Λέσινγκ εξηγεί ότι παλιότερα δεν σκεφτόταν για τις αναμνήσεις και συνειδητοποίησε ότι κάποιες από αυτές δεν ήταν αληθινές, ότι τις έβαλαν στο μυαλό της οι γονείς της. Μιλάει για την απόφασή της να εγκαταλείψει τον πρώτο της άνδρα και τα δύο παιδιά της, γνώριζε ότι κανείς δεν θα την καταλάβει, αλλά εκείνη εγκατέλειψε τη συγκεκριμένη ρατσιστική, ανδροκρατούμενη και βίαιη κοινωνία, στην οποία θα κατέρρεε και θα γινόταν αλκοολική αν έμενε. Λέει χαρακτηριστικά «Δεν μπορείς να μισείς κάτι και να επιβιώσεις μέσα σε αυτό». Αναφέρεται στον ρατσισμό και στην κυριαρχία των σπορ και ενός εξαιρετικά ρηχού πατριωτισμού που χαρακτήριζε αυτή την κοινωνία που εγκατέλειψε και όχι τα παιδιά της.
Σχολιάζει την επικινδυνότητα της ζωής χωρίς κανόνες, ενώ εξηγεί ότι έχει αξία η ερώτηση, ποιοί ακριβώς είναι οι κανόνες που παραβιάζονται. Αναφέρει το βιβλίο της «Το πιο γλυκό όνειρο» στη δεκαετία του ’60, το τίμημα που πλήρωσαν πολλοί για το σπάσιμο των κανόνων, συχνά υψηλό, αλλά και το πνεύμα προσφοράς που υπήρχε και έχει χαθεί πλέον, μιας και έχει επικρατήσει στην εποχή μας ο κομφορμισμός. Θεωρεί ότι η ιδιότητά της ως συγγραφέα την έσωσε από τους κινδύνους της περιπέτειας και της πολιτικής στους οποίους εκτέθηκε.
Η Λέσινγκ περιγράφει την απόλαυση μιας ιδέας που ξαφνικά την κυριεύει και θέλει να την εξερευνήσει και να γράψει, αλλά και τις περιπτώσεις όπου μετά από μερικές σελίδες η ιδέα χάνεται και μοιάζει άψυχη. Μιλάει για τους χαρακτήρες των βιβλίων, τα βιβλία ως κομμάτια της ζωής της, εξηγεί ότι ονειρεύεται συχνά και μετά γράφει. Δεν γράφει με τους αναγνώστες κατά νου, εξηγεί ότι δεν μπορεί να σταματήσει, και ότι για εκείνη δεν είναι συμβατή μια κοινωνική ζωή με το συγγραφικό έργο, νιώθει ότι πρέπει να αφήσει κάτι για να μπορέσει να γράψει. Ένας συγγραφέας για να διαβάζεται πρέπει να παραμένει επίκαιρος και συνδεδεμένος με ό,τι ορίζεται ως πραγματικότητα, ένα πραγματικά καλό βιβλίο κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα και εκείνη ξεχωρίζει τους Ρώσους λογοτέχνες, τον Προυστ και την ποίηση. Εξηγεί επίσης ότι η ίδια αλλά και πολλοί άλλοι και μάλιστα έξυπνοι άνθρωποι πίστεψαν ότι η κοινωνία θα γινόταν ουτοπία «Οι χειρότεροι είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους, οι καλύτεροι γεμάτοι αμφιβολία»
Η εκπομπή περιλαμβάνει αρχειακό υλικό από το στιγμιότυπο της Λέσιγνκ η οποία γυρνάει από ψώνια στο σπίτι της και οι δημοσιογράφοι της αναγγέλλουν ότι μόλις κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.