Το θέατρο σκιών, ένα από τα αρχαιότερα είδη θεατρικού θεάματος, έχει ρίζες στην Ινδία και στην Ινδονησία, αν και οι περισσότερες χώρες της Ασίας έχουν δημιουργήσει κάποιο δικό τους είδος θεάτρου σκιών. Παίζεται μπροστά σε κοινό με ημιδιάφανες ζωγραφισμένες φιγούρες συνήθως πάνω σε χαρτί, δέρμα ή άλλα ημιδιάφανα υλικά επάνω σε μια λευκή οθόνη, τον μπερντέ, που φωτίζεται από πίσω. Τις φιγούρες τις χειρίζονται οι καλλιτέχνες που δίνουν την παράσταση, οι οποίοι ερμηνεύουν πολλούς ρόλους μιμούμενοι διαφορετικές φωνές και πολύ συχνά τραγουδούν. Πολλές φορές οι παραστάσεις στο θέατρο σκιών συνοδεύονται από ζωντανή μουσική. Το θέατρο σκιών είναι ένα είδος λαϊκού θεάτρου και από εκεί αντλεί την θεματολογία του και την παράδοση του. Στην Ελλάδα το θέατρο Σκιών είναι ο Καραγκιόζης, ο οποίος αντλεί τους χαρακτήρες και τις ιστορίες του από τη λαϊκή παράδοση μέχρι και την αρχαιότητα, ενώ συχνά η σύγχρονη εποχή εμπλουτίζει τα θέματα των ιστοριών του.
Το Αρχείο της ΕΡΤ παρουσιάζει επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο» με θέμα τον Καραγκιόζη και το ζήτημα της προφορικής παράδοσης και της ομαδικής δημιουργίας.
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΟΜΑΔΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ – ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
Σε αυτό το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο» ο συγγραφέας Γιάννης Κιουρτσάκης παρακολουθεί μπροστά και πίσω από τον μπερντέ του θεάτρου Σκιών του Μάνθου Αθηναίου την παράσταση «Ο Καραγκιόζης γραμματικός».
Με αφορμή την παράσταση μιλάει για τη σχέση γραπτής και προφορικής παράδοσης, αλλά και τα στοιχεία αναφοράς στη νεοελληνική πραγματικότητα. Θέμα της συζήτησης αποτελεί το ζήτημα της λαϊκής δημιουργίας μέσα από το παράδειγμα του θεάτρου σκιών το οποίο ταξίδεψε από την ανατολή και μεταμορφώθηκε σε ένα ομαδικό ελληνικό έργο λαϊκής τέχνης, εκφράζοντας με μεγάλη επιτυχία πτυχές του νεοελληνικού κόσμου.
Σημειώνει ότι μέχρι εκείνη την εποχή οι αναλύσεις για τον Καραγκιόζη ήταν μάλλον φτωχές. Στέκεται στον κουτοπόνηρο αλλά και αινιγματικό χαρακτήρα του Καραγκιόζη, αλλά και σε μια γνώση του κόσμου που έχει εκείνος και η οποία βρίσκεται στις παροιμίες, στα τραγούδια, στο σώμα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού, μια γνώση εύθραυστη διότι παραμένει ανεπίγνωστη αλλά παρόλα αυτά απέραντη και συλλογική. Αναφέρονται οι ρίζες του Καραγκιόζη στην Μικρά Ασία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι πρώτες πηγές που μιλούν για το ανατολικό θέατρο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο Καραγκιόζης αρχίζει να κατακτάει τα ελληνικά αστικά κέντρα, με τις ιστορίες και τους δημοφιλείς χαρακτήρες του και γίνεται συστατικό στοιχείο της ελληνικής κουλτούρας και κοινωνίας. Ο λόγος αυτής της ενσωμάτωσης είναι η προφορική παράδοση που φέρει μέσα του ο Καραγκιόζης, μια σημαντική όψη της ζωής και της ανθρώπινης δημιουργίας, που τελείται μέσα από τη μαθητεία, την εμπειρία, τον προφορικό λόγο, τη μίμηση. Υπογραμμίζει ότι η βασική παιδεία των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας βασιζόταν στην προφορική παράδοση.
Ο Κιουρτσάκης «συνομιλεί» με τις σκηνές του Αθηναίου, εξηγεί με αυτά τα παραδείγματα τα κυρίαρχα θέματα που εντοπίζονται στην παράσταση, όπως οι σχέσεις των χαρακτήρων με τα σύγχρονα ζητήματα, την νέα εποχή, το νέο κράτος, την κεντρική εξουσία, τα στοιχεία της προόδου τα οποία αντίθετα με τις προσδοκίες καταλήγουν να εξαπατούν και καταπιέζουν τους φορείς του λαϊκού πολιτισμού. Επισημαίνει σε αυτές τις σκηνές την αντανάκλαση του πολιτιστικού διχασμού της νεότερης Ελλάδας και το δράμα της ελληνικής υπανάπτυξης.
Αναφορικά με τις ιστορίες των καραγκιοζοπαιχτών, σημειώνεται ότι πρόκειται για ιστορίες που τους έχουν παραδοθεί με κάποιο τρόπο και αναφέρονται ιστορίες από τον τούρκικο καραγκιόζη που έχουν μεταμορφωθεί και μεταφερθεί από τους καραγκιοζοπαίχτες σε αφηγήσεις που αγγίζουν και αναφέρονται στην ελληνική πραγματικότητα. Υπογραμμίζεται ο ρόλος του κοινού στο θέατρο σκιών, η συνομιλία του με τους χαρακτήρες, όπως συχνά κάνει ο Καραγκιόζης με τα παιδιά, επιτρέποντας έτσι και τον αυτοσχεδιασμό του καραγκιοζοπαίκτη. Αντίστοιχα εξηγείται ότι στο πλαίσιο αυτό οι ιστορίες που αφηγείται ο καραγκιοζοπαίχτης είναι λίγο πολύ γνωστές από το κοινό και η αλληλεπίδραση κοινού και καραγκιοζοπαίκτη, φιλτράρει, διασώζει και διανθίζει την προφορική τέχνη του θεάτρου σκιών και διαμορφώνει έτσι μια πνευματική κοινοκτημοσύνη.
Γίνεται μνεία στον Μίμαρο (Δημήτρη Σαρδούνη) τον γενάρχη του ελληνικού Καραγκιόζη, στον μαθητή του Γιάννη Ρούλια και στον Μέμο Χριστοδούλου, τη γέννηση του χαρακτήρα του Μπαρμπα-γιώργου και περιγράφεται η κυρίαρχη ιστορία πίσω από την καθιέρωσή του με την ενθουσιώδη αποδοχή του από το κοινό, ενώ αναφέρονται οι ρίζες αυτού του χαρακτήρα στον τουρκικό καραγκιόζη και στο κωμειδύλιο που ανθούσε στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Αναφέρεται επίσης στις παραλλαγές του χαρακτήρα ανά εποχή και ανάλογα με τον καραγκιοζοπαίχτη, ενώ ο Μάνθος Αθηναίος θυμάται τους καραγκιοζοπαίκτες που έβλεπε ο ίδιος όταν ήταν παιδάκι και δίνει παραδείγματα των διαφορετικών ερμηνειών του Μπαρμπα-γιώργου. Το παράδειγμα του Καραγκιόζη, σύμφωνα με τον Κιουρτσάκη, επιβεβαιώνει τη θεωρία της ομαδικής δημιουργίας, αποτέλεσμα της επικοινωνίας των δημιουργών μιας κοινωνίας. Εξηγεί ότι σε αυτή τη διαδικασία η παράδοση είναι προϋπόθεση της δημιουργικής ανανέωσης και η τελευταία είναι απαραίτητος όρος της παράδοσης.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής προβάλλονται εκτενή αποσπάσματα των παραστάσεων του Μάνθου Αθηναίου, μπροστά και πίσω από τον μπερντέ. Παρακολουθούμε πλάνα με τον Μάνθο Αθηναίο να ζωγραφίζει πινακίδες και μαρκίζες για τις παραστάσεις του θιάσου του, ενώ παιδιά τον παρακολουθούν με λαχτάρα και ενδιαφέρον. Η κάμερα ακολουθεί τον Αθηναίο να οδηγεί στους δρόμους της Αθήνας με το αυτοκίνητό του ενώ διαλαλεί τις παραστάσεις του θιάσου σκιών του με τα παιδάκια να τον ακολουθούν ενθουσιασμένα στις γειτονιές.
Σκηνοθεσία: Λάκης Παπαστάθης
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Τάκης Σαμαντάς
Πρώτη τηλεοπτική προβολή: 28 Νοεμβρίου 1984
Δείτε περισσότερα στο http://archive.ert.gr